Την προηγούμενη Κυριακή ολοκληρώθηκαν οι εκλογικές διαδικασίες στη Ρωσία για την εκλογή προέδρου. Ξεκίνησαν στις 17 και 18 Φλεβάρη από τις απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές και για όσους μένουν στο εξωτερικό. Οπως αναμενόταν, η επικράτηση Πούτιν ήταν άνετη και σαρωτική. Η καινοτομία σε αυτές τις εκλογές είναι ότι ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα εκλέγεται για 6 χρόνια, ενώ προηγούμενα εκλεγόταν για 4 χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής της Ρωσίας, με καταμετρημένο το 99,99% ψηφοδελτίων, ο Βλαντίμιρ Πούτιν εκλέγεται πρόεδρος από τον πρώτο γύρο με 63,6%. Ακολουθεί ο πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ), κληρονόμος του ΚΚΣΕ, Γκενάντι Ζουγκάνοφ (ο πλέον «παλαίμαχος» υποψήφιος πρόεδρος) με ποσοστό 17,18%. Τρίτος ο εκατομμυριούχος Μιχαήλ Πρόχοροφ, που συμμετείχε για πρώτη φορά, συγκεντρώνει το 7,98%. Και έπονται ο εθνικιστής Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι με 6,22% και ο «κεντροαριστερός» Σεργκέι Μιρόνοφ με 3,86%. Τα επίσημα αποτελέσματα της ψηφοφορίας θα δημοσιευθούν ως τις 17 Μαρτίου, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει.
Για την ιστορία να υπενθυμίσουμε τα ποσοστά στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Ο Β. Πούτιν: 53% το 2000 και 71% το 2004 (το 2008 τον διαδέχεται ο Μεντβέντεφ με 70,28%). Ο Γκ. Ζουγκάνοφ: 32,03% και 40,31% το 1996 (στον 1ο και 2ο γύρο αντίστοιχα), 29,21% το 2000 και 17,72% το 2008. Ο Β. Ζιρινόφσκι, 7,81% το 1991, 5,70% το 1996, 2,70% το 2000, 9,35% το 2008. Τέλος, ο Σ. Μιρόνοφ είχε λάβει μέρος στις εκλογές του 2004 παίρνοντας το 0,75%.
Οπως και να προσεγγίσει κανείς την πολιτική πραγματικότητα στη σημερινή Ρωσία αντιλαμβάνεται πως και αυτή τη φορά ο Πούτιν έπαιζε χωρίς αντίπαλο. Ορισμένοι μάλιστα προχωρούν ένα βήμα παραπέρα λέγοντας πως κάποιοι από τους φερόμενους αντιπάλους του είναι λίγο πολύ «επί παραγγελία»! Τον Μιρόνοφ τον έφερε ο Πούτιν από το Λένινγκραντ (Πετρούπολη) και τον βοήθησε να εκλεγεί πρόεδρος στην Ανω Βουλή. Στις εκλογές του 2004, αν και υποψήφιος, παρότρυνε τον κόσμο να ψηφίσει Πούτιν!
Ο Πρόχοροφ, τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωσία, μπορεί να μη διαθέτει κόμμα, διαθέτει όμως εκτός από χρήμα και τις «ευλογίες» του Κρεμλίνου. Ηταν ο μόνος που χρειάστηκε να περάσει τη «δοκιμασία» της συλλογής των 2 εκατομμυρίων υπογραφών (οι άλλοι ως εκπρόσωποι κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν το χρειάζονταν). Και όπως δήλωσε και ο ίδιος, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο χωρίς το χρήμα που διέθεσε!
Ο Ζουγκάνοφ και το κόμμα του, που είναι και το μεγαλύτερο της αντιπολίτευσης, κάθε άλλο παρά ορθώνει εμπόδια στις επιλογές και την πολιτική Πούτιν όλα αυτά τα χρόνια ιδιαίτερα στα διεθνή ζητήματα. Τέλος, ο εθνικιστής Ζιρινόφσκι με τις υπερβολικά ακραίες θέσεις του χρησιμεύει στον Πούτιν ως ένα καλό δεξιό άλλοθι.
Η μοναδικότητα του Πούτιν δεν είναι ωστόσο απόρροια της αδυναμίας των πολιτικών του αντιπάλων και γενικότερα της διαμόρφωσης του σημερινού πολιτικού σκηνικού στη βάση των συνθηκών που αυτό στήθηκε μετά την κατάρρευση. Είναι στην πραγματικότητα η απουσία μιας άλλης εναλλακτικής πρότασης. Και ποια άραγε θα μπορούσε να είναι αυτή, μετά τη χαοτική όσο και τραυματική εμπειρία των τελευταίων χρόνων της διακυβέρνησης Γέλτσιν;
Είναι γεγονός πως οι εκλογές στη Ρωσία προκαλούν, όπως πάντα άλλωστε, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των πολιτικών αναλυτών σε διεθνή κλίμακα. Πάντως το γεγονός ότι υπερτονίζονται από τα δυτικά ΜΜΕ κάθε φορά οι εκλογικές νοθείες αλλά και η άνιση μεταχείριση των πολιτικών αντιπάλων του Πούτιν καθόλου δεν σημαίνει πως ενδιαφέρονται για τα «δημοκρατικά δικαιώματα» στη Ρωσία. Απεναντίας, αντανακλά αγωνίες και φόβους για τις επόμενες κινήσεις της Ρωσίας και τις εκπλήξεις που μπορεί να κρύβει η νέα θητεία Πούτιν! Στη φάση αυτή λοιπόν το ενδιαφέρον της Δύσης δεν αφορά εσωτερικούς συσχετισμούς -καθώς ήταν δεδομένη η σίγουρη και άνετη επικράτηση Πούτιν- αλλά τις πιθανές διαφοροποιήσεις της Ρωσίας σε διεθνές επίπεδο.
Και βέβαια αυτός που σκιαγραφεί καλύτερα από οποιονδήποτε τις κινήσεις αυτές δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Πούτιν που τους τελευταίους μήνες αποδείχτηκε πολυγραφότατος… αρθρογράφος και εν όψει των προεδρικών εκλογών της 4ης Μαρτίου.
Μια σειρά άρθρων του, σε μεγάλες όσο και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες της Ρωσίας, όπως η Moskovskie Novosti και η Rossiiskaya Gazeta, περιγράφει τη ρωσική στρατηγική στην επόμενη δεκαετία. Ως κεντρικό στοιχείο της προβληματικής του αναδεικνύεται η πεποίθησή του πως «η Ρωσία ούτε είναι ούτε επιθυμεί να βρεθεί ‘‘απομονωμένη’’ στη διεθνή αρένα». Λέγοντας «απομονωμένη» εννοεί φυσικά το «στρίμωγμα» που σε μεγάλο βαθμό υφίσταται ακόμη.
Στο πιο πρόσφατο άρθρο του στην Moskovski Novosti, που είναι και εφ όλης της ύλης, αναφέρεται στις ιδιαίτερα σύνθετες σχέσεις της Ρωσίας με όλους τους «μεγάλους παίκτες», ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ. Αλλά και στους οργανισμούς ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, των ταχύτερα αναπτυσσόμενων χωρών (BRICS), τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) κ.ά. Φυσικά υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο εχθρικό πλαίσιο της Δύσης και ειδικότερα του ΝΑΤΟ από τη μια και των «φιλικών χωρών» από την άλλη («Συνεργασία της Σαγκάης», BRICS κ.λπ.)
Στο άρθρο υπογραμμίζει το ιδιαίτερο βάρος που δίνει η Ρωσία στη στρατηγική συνεργασία της με την Κίνα αλλά και την Ινδία και γενικότερα με τις χώρες του BRICS. Ταυτόχρονα ωστόσο αναγνωρίζει πως, αν και βασικά πολιτικά ζητήματα με την Κίνα «έχουν διευθετηθεί», εξακολουθεί να υφίσταται κάποια «καχυποψία» στις ρωσο-κινεζικές σχέσεις και αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι «σε τρίτες χώρες δεν συμπίπτουν τα συμφέροντα των δύο χωρών». Μ' άλλα λόγια, παραδέχεται πως η μοιρασιά μεταξύ ιμπεριαλιστών δεν είναι δα και το πιο απλό πράγμα.
Σε άλλο άρθρο του στην Rossiiskaya Gazeta γίνεται φανερό πως το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στην επιθετικότητα των ΗΠΑ και την κατονομάζει μάλιστα. «Βλέπουμε να ξεσπούν ασταμάτητα νέες τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις. Εμφανίζονται περιοχές αστάθειας όπου το χάος συντηρείται και χειραγωγείται. Και βλέπουμε απόπειρες για να προκληθούν τέτοιου είδους συγκρούσεις σε άμεση εγγύτητα με τα σύνορά μας και αυτά των συμμάχων μας». Ως πρόσφατο παράδειγμα παραγκωνισμού (διάβαζε στριμώγματος) της Ρωσίας φέρνει τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και σημειώνει πως «σ' εκείνες τις χώρες που πέρασαν από τη λεγόμενη ‘‘αραβική άνοιξη’’ οι ρωσικές εταιρείες χάνουν θέσεις που είχαν κατακτήσει επί δεκαετίες στις εκεί αγορές» και τάσσεται ενάντια στην επανάληψη του «λιβυκού σεναρίου» στη Συρία, που βρίσκεται σήμερα σε πρώτο πλάνο μαζί με το Ιράν.
Σημασία ωστόσο έχει η συμπερασματική κατάληξη των όσων λέει και υπογραμμίζει ο Πούτιν. Διότι, υποστηρίζει, «υπό τις συνθήκες αυτές, η Ρωσία δεν μπορεί να περιορίζεται σε διπλωματικές και οικονομικές μεθόδους για τη διευθέτηση των συγκρούσεων. Εχουμε καθήκον να αναπτύξουμε τις στρατιωτικές ικανότητες της χώρας». Ως γνωστόν, η ρωσική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει πριν από ένα χρόνο ένα μεγάλο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων ύψους άνω των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2020.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επανέρχεται και υπόσχεται τον «άνευ προηγουμένου» επανεξοπλισμό της χώρας σε αυτό το άρθρο του. Επανεξοπλισμός της Ρωσίας που καθίσταται αναγκαίος λόγω κυρίως της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Θέτοντας ως προτεραιότητα την ανάγκη να δοθεί απάντηση στην ανάπτυξη της αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Και καταλήγει ότι: «Οφείλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο στρατό. Σύγχρονο, ικανό οποιαδήποτε στιγμή να κινητοποιηθεί». Και για να διασκεδάσει τις εύλογες αντιρρήσεις, στο εσωτερικό μέτωπο, για τις συνέπειες αυτού του προσανατολισμού, εξηγεί: «Υπάρχουν ισχυρισμοί ότι η αναγέννηση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος είναι ένα βάρος για την οικονομία, ένα αξεπέραστο φορτίο που είχε σε μια άλλη εποχή καταστρέψει τη Σοβιετική Ενωση. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος», τονίζει και βεβαιώνει ότι «Η αναγέννηση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος θα γίνει όχημα για την ανάπτυξη ποικίλων τομέων»!
Μέσα από αυτές τις γραπτές τοποθετήσεις του Πούτιν βγαίνει ένα βασικό συμπέρασμα. Ομολογεί την αδυναμία της σημερινής Ρωσίας να παίξει το ρόλο που της αναλογεί σε διεθνές επίπεδο και ότι η αδυναμία αυτή (που με τη σειρά της κινδυνεύει να ακυρώσει και τα όποια βήματα έγιναν στην προηγούμενη δωδεκαετία του) οφείλεται στην υστέρηση ανάκτησης συγκριτικών πλεονεκτημάτων του παρελθόντος που αφορούν τόσο τη στρατιωτική μηχανή όσο και την αξιοποίηση παλιών και νέων «συμμαχιών».
Και με αυτή την υπόσχεση προς την άρχουσα τάξη και τις μερίδες που τον στηρίζουν μέχρι τώρα να άρει αυτή την αδυναμία, επιδιώκει να ανοίξει τη νέα προεδρική θητεία του…
Χ.Β.