Σε μία περίοδο που η επίθεση των δυνάμεων του συστήματος έχει πάρει χαρακτήρα αντεργατικής λαίλαπας και όλα τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού ισοπεδώνονται, οι διεργασίες στην Αριστερά κορυφώνονται με την κατασκευή «εναλλακτικών κυβερνητικών προτάσεων».
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής που συνεδρίασε στις 18-19 Φλεβάρη κατέληξε σε μία εναλλακτική πρόταση 10 σημείων που φιλοδοξεί να αποτελέσει το πρόγραμμα του «νέου συνασπισμού εξουσίας», όπως λέει. Είμαστε σε μία περίοδο που «όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μια Αριστερά συσπειρωμένη σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο είναι σε θέση να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό» λέει η απόφαση. Έφτασε λοιπόν η ώρα της Αριστεράς να πάρει «ευθύνες» και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι είναι «έτοιμη» να τις αναλάβει. Εξάλλου τής απηύθυνε και το «καλώς ήλθες» στον «κόσμο των προτάσεων» και ο Βενιζέλος στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για τη νέα δανειακή σύμβαση. Όσο «προβοκατόρικη» και αν ήταν, αυτή του η στάση δεν μπορούσε να κρύψει την πραγματική χαρά ενός εκπροσώπου τού αστικού πολιτικού συστήματος για τη διεύρυνση του τόξου των επίδοξων κυβερνητικών διαχειριστών. Και είναι αλήθεια ότι στη σημερινή περίοδο της κρίσης του και των αδιεξόδων του το αστικό πολιτικό σύστημα χρειάζεται στήριξη και «ανανέωση».
Ετοιμάζεται λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ για την «ανατροπή του πολιτικού σκηνικού», μέσα από τις εκλογές βεβαίως. Αυτό βέβαια που δεν μπορεί να εξηγήσει είναι πώς θα γίνει αυτή η «ανατροπή», όταν στο πραγματικό πεδίο τής ταξικής πάλης η πολιτική τής επίθεσης έχει σαρώσει τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και κατακτήσεις. Η οργή και η αγανάκτηση του εργαζόμενου λαού, η επίμονη συμμετοχή του σε μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες κόντρα στις ορδές των βάρβαρων δυνάμεων καταστολής αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα των λαϊκών διαθέσεων. Οι εστίες αντίστασης σε χώρους δουλειάς και σε γειτονιές, μακροχρόνιοι απεργιακοί αγώνες, όπως αυτός των εργατών τής χαλυβουργίας στον Ασπρόπυργο, δείχνουν ότι μέσα στους εργάτες και στον λαό διαμορφώνεται μία νέα ταξική συνείδηση για τα καθήκοντα της περιόδου και τις ανάγκες ανάπτυξης του κινήματος. Όμως πραγματική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και πολύ περισσότερο η πραγματική ανατροπή του δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Έξω από την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της, έξω από το βάθεμα της πολιτικοποίησης και το ανέβασμα της οργανωτικής συγκρότησης του κινήματος. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν μπορεί σήμερα να ανατρέπονται όσα συγκροτούσαν την εργατική τάξη, δικαίωμα στη δουλειά, μισθοί, μεροκάματα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οκτάωρο, πενθήμερο, κοινωνική ασφάλιση και κάποιες ηγεσίες να «αποστρέφουν το βλέμμα» ατενίζοντας σε κυβερνητικές διαχειριστικές λύσεις. Εξάλλου το ερώτημα που βάζει στην εισαγωγή της η απόφαση της ΠΣΕ του ΣΥΡΙΖΑ «ποιος θα πληρώσει την κρίση: ο κόσμος της εργασίας ή το κεφάλαιο;» το απαντάει, σήμερα, η επίθεση του συστήματος σε όλα τα μέτωπα. Εμείς έχουμε πει πολλές φορές ότι με βάση τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς και μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, οι εργάτες και ο λαός θα πληρώνουν τα σπασμένα της κρίσης. Το «πόσο» όμως, αυτό το καθορίζουν οι συσχετισμοί της ταξικής πάλης. Το κεφάλαιο θα πληρώσει πραγματικά μόνο με τη συνολική ανατροπή του, με το γκρέμισμα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας του, με το σπάσιμο των δεσμών της εξάρτησης. Όμως για τους θιασώτες του «νέου συνασπισμού εξουσίας» όλα αυτά είναι παρωχημένα μονόπρακτα, αυτοί έχουν την ευκολία των προτάσεων και της εκλογικής διαδικασίας για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς στηριγμένη σε ένα ενωτικό, αγωνιστικό, μαχητικό κίνημα», όπως λέει η απόφασή τους.
Σε αυτή τη βάση προσαρμόζονται στα κρίσιμα ζητήματα στις «παλιές καλές» τοποθετήσεις του ευωροκομμουνισμού και στο σημείο 4 των αποφάσεων διαβάζουμε: «Εργαζόμαστε, σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ, για την οικοδόμηση ενός πανευρωπαϊκού μετώπου που θα παλέψει για μια άλλη Ευρώπη, μια Ευρώπη της ειρήνης, της εργασίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ισότητας ανάμεσα στα φύλα, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, μια Ευρώπη σοσιαλιστική». Είναι φανερό ότι ακόμα και σε αυτή την περίοδο, που η επίθεση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στα δικαιώματα και στις κατακτήσεις των εργατών και του λαού «σπάει κόκαλα», οι ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ αρνούνται πεισματικά να θέσουν σε αμφισβήτηση την κεντρική πολιτική επιλογή της άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, την έξοδο από την ΕΕ. Και αυτό γίνεται συνειδητά για να μπορούν να συζητούν τις «εναλλακτικές τους προτάσεις» εντός των πλαισίων του συστήματος.
Όπως γράφουν στο σημείο 5 της απόφασης, «στη θέση της αδιέξοδης και καταστροφικής διαδικασίας του PSI, αντιπροτείναμε αναστολή πληρωμών προς τους πιστωτές για εύλογο χρονικό διάστημα. Αν αυτό το διάστημα ήταν, π.χ., τρία χρόνια, θα υπήρχε εξοικονόμηση άνω των 50 δισ. μόνο από τόκους, τα οποία, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα αναδιανομής του πλούτου, θα έκαναν εφικτή τη δυνατότητα χρηματοδότησης των κοινωνικών αναγκών, της απασχόλησης και της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα θα υπήρχε και χρόνος για μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους». Όλα τακτοποιημένα, λοιπόν, ή μήπως όχι; Στο ίδιο σημείο είναι αναγκασμένοι και αυτοί να έχουν ένα σχέδιο Β: «Αν οι διεθνείς τοκογλύφοι, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η ΕΕ δεν αποδεχτούν αυτή την κατεύθυνση, η μονομερής αναστολή πληρωμών χωρίς τη συναίνεση των πιστωτών, που θα συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα αντίστασης και επιβίωσης της κοινωνίας, είναι η αναγκαία εξέλιξη, στον βαθμό που για μας η απάντηση στο δίλημμα «λεφτά για μισθούς, συντάξεις και κοινωνική προστασία ή για τους πιστωτές» είναι δεδομένη: προτεραιότητα για μας είναι οι ανάγκες της κοινωνίας». Εδώ είμαστε λοιπόν. Για εμάς από όλες αυτές τις «ασκήσεις επί χάρτου» που κάνουν οι συντάκτες των 10 σημείων διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αυτό που έχει αξία είναι το «πρόγραμμα αντίστασης και επιβίωσης της κοινωνίας». Αυτό όμως δεν αναλύεται. Μήπως γιατί οι συντάκτες του υπόλοιπου «σχεδίου» πιστεύουν ότι θα είναι μία «έκτακτη κατάσταση»; Κατά τη γνώμη μας, δεν μπαίνουν στον «κόπο» γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι αυτή θα είναι η πραγματική κατάσταση για τη χώρα και τον λαό όταν συγκρουστεί αποφασιστικά με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού. Εκεί τελειώνουν οι ευκολίες και οι φλυαρίες για τη «σοσιαλιστική προοπτική» των κάθε είδους ρεφορμιστών. Εδώ είναι που και το σύνολο των αντιδραστικών δυνάμεων του συστήματος επιτίθεται στις «προτάσεις» αυτής της Αριστεράς «καταγγέλλοντάς» τη ότι θέλει να κάνει τη χώρα Β. Κορέα ή Αλβανία του Χότζα. Ενώ λοιπόν οι αντίπαλοι της εργατικής τάξης και του λαού βάζουν τα ταξικά διλήμματα, η Αριστερά του κυβερνητισμού κρύβεται για να μην αναγκαστεί να απαντήσει ότι τα σχέδιά της δεν είναι στην προοπτική ανατροπής του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης. Αλλά στην προοπτική ενός εξωραϊσμού των πιο ακραίων επιπτώσεων της κρίσης και της επίθεσης που δεν θα αμφισβητήσει τα «ιερά» βάθρα της αστικής και ιμπεριαλιστικής εξουσίας. Γιατί η υπόθεση της αποφασιστικής ρήξης με τον αστισμό και τον ιμπεριαλισμό, η κατάκτηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τον λαό και η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι μία διαδικασία γεμάτη κόπους και θυσίες που θα απαιτήσει πραγματικά προγράμματα αντίστασης και επιβίωσης, που όμως ένας λαός οργανωμένος από το πιο μικρό ως το πιο ανώτερο επίπεδο και με την εξουσία στα χέρια του μπορεί να τα υλοποιήσει. Και οι θυσίες του θα είναι μια συνειδητή πολιτική και κοινωνική πράξη. Η υλική βάση αυτής της προοπτικής διαμορφώνεται σήμερα μέσα στις μικρές και μεγάλες μάχες που δίνει ο εργαζόμενος λαός απέναντι στην επίθεση του συστήματος. Στο πεδίο αυτό της πραγματικής ταξικής σύγκρουσης διαμορφώνονται και οι υλικοί όροι της ανασυγκρότησης του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος που κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα δεν μπορεί να προσπεράσει.
Οι «αερογέφυρες» που στήνει η ρεφορμιστική Αριστερά για να αποφύγει και να περάσει «πάνω» από την πραγματική σύγκρουση που απαιτείται για να υπερασπισθούν τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα και να ανοίξει ο δρόμος της κοινωνικής απελευθέρωσης, ανακυκλώνουν τα αδιέξοδα του κινήματος, αφοπλίζουν πολιτικά-ιδεολογικά τους αγωνιστές και οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις προσδοκιών «ευκολίας». Τα 10 σημεία του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να δώσουν πραγματικές απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα που βιώνει ο εργαζόμενος λαός όχι γιατί δεν προβλέπονται «φιλολαϊκές λύσεις» σε αυτά, αλλά γιατί δεν μπορούν να αποτελέσουν στόχους πάλης που έχει ανάγκη σήμερα το εργατικό-λαϊκό κίνημα στη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση, το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, την ΕΕ και το ΔΝΤ.