Σημείωση Α: Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα ενός συνολικότερου που αναφέρεται σε σειρά πολιτικών ζητημάτων και απόψεων που τίθενται από διάφορες πλευρές. Ο λόγος που οδήγησε στη δημοσιοποίηση αυτού του τμήματος βρίσκεται στο ότι αναφέρεται σε ζητήματα που συνδέονται άμεσα με τις τρέχουσες εξελίξεις και σε ερωτήματα που αυτές θέτουν. Οσο για τη δημοσίευση του συνολικού κειμένου, θα γίνει και αυτή στην ώρα της.
του Βασίλη Σαμαρά
Μια κρίσιμη επιλογή και οι εξαρτήσεις της
Υπάρχει ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας. Ενα ζήτημα που συνδέεται αλλά και υπερβαίνει τους σαλτιμπαγκισμούς του Γ. Παπανδρέου, τις πόζες του Α. Σαμαρά, τις κωλοτούμπες του Καρατζαφέρη, τις «χρήσιμες διαφωνίες» του «εφεδρικού» Κουβέλη, τα «κρατάτε με, θα μαλώσω» του Τσίπρα, τον «αναχωρητισμό» του ΚΚΕ, τα χάπενινγκ της «άκρας» Αριστεράς.
Αναφέρομαι στο «βαθύ φόντο» που βρίσκεται πίσω από όλα αυτά και επιδρά στη διαμόρφωση πολιτικών τάσεων, στάσεων και επιλογών.
Στο γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας βρέθηκε-βρίσκεται μπροστά σε επιλογές καθοριστικής σημασίας. Αυτό αποτελεί τη βάση της ρευστότητας, των ανακατατάξεων που παρατηρούνται στους αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Εξελίξεις που επιδρούν στη διαμόρφωση τάσεων και κατευθύνσεων και σ’ όλο το φάσμα πολιτικών δυνάμεων που εκτείνεται πέραν των αστικών.
Σε σχέση μ’ αυτά, είναι πολλοί που αναφέρονται σε μια νέα μεταπολίτευση, περιορίζοντας ωστόσο το ζήτημα στην αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Οπως και να ‘χει, αυτό που έχει σημασία είναι η βάση, η ουσία του ζητήματος που έχει τεθεί.
Από την άποψη αυτή βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν του 1974 και στο «τέλος της μεταπολίτευσης», όπως αναφέρεται από διάφορες πλευρές; Η απάντηση δεν βρίσκεται σ’ ένα απλό ναι ή ένα όχι. Χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις.
Το 1974, το ζήτημα απαντήθηκε στη βάση του συμβιβασμού αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών που αποτέλεσε και το έδαφος του αντίστοιχου συμβιβασμού ανάμεσα στις μερίδες της αστικής τάξης και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας.
Στις σημερινές συνθήκες είναι οι ίδιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συνεχίζουν να έχουν τον καθοριστικό ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση των δεδομένων της χώρας μας. Αντίστοιχα το βασικό δυναμικό της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης (ΚΑΤ) της χώρας μας και το πολιτικό της προσωπικό κινούνται με βάση αυτό το δεδομένο και ανάλογα διαμορφώνουν επιλογές και ιεραρχήσεις.
Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το στάτους πάνω στο οποίο εδραιώθηκε και πορεύτηκε η «μεταπολίτευση» δεν έχει ανατραπεί. Σ’ αυτό άλλωστε οφείλεται ο ευρωκεντρισμός (ή και ευρωατλαντισμός) και το εν γένει «δυτικότροπον» όλων, ακόμη και των πιο «ριζοσπαστικών» προτάσεων.
Οι επιφυλάξεις συνδέονται κατ’ αρχάς -και κυρίως- με τα συντελούμενα στο διεθνές πεδίο. Με το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο συνολικών ανακατατάξεων. Στο οικονομικό, το πολιτικό, το στρατηγικό πεδίο. Σε σχέση μ’ αυτό, είναι πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που κάνουν τους λογαριασμούς τους, τις επιλογές τους, τις προβλέψεις τους, την προετοιμασία εναλλακτικών λύσεων και προωθούν τα αντίστοιχα μέτρα. Ας αναφερθώ σε μία και μόνο -αλλά κρίσιμη- έκφραση του πράγματος από την εξέλιξη της οποίας θα κριθούν με αποφασιστικό τρόπο τα πράγματα στη χώρα μας. Αναφέρομαι στις αντιθέσεις αμερικάνων-ευρωπαίων ιμπεριαλιστών ή ακόμη ανάμεσα στους ίδιους τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Δεν αγνοώ ούτε παρακάμπτω τα κοινά στρατηγικά και άλλα συμφέροντα που τους ενώνουν και που συνεχίζουν να αποτελούν ένα βασικό δεδομένο, αλλά στο ταραγμένο και διαρκώς μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει για τίποτα.
Με αυτές τις εξελίξεις βρίσκονται αντιμέτωπες και οι αστικές τάξεις των εξαρτημένων χωρών και σε σχέση με αυτές είναι αναγκασμένες να διαμορφώσουν τις επιλογές τους. Και εδώ χρειάζεται να διευκρινιστεί μια ορισμένη διάσταση του πράγματος η οποία σχετίζεται άμεσα με τις δυνατότητες και τα όρια της «δικής μας» αστικής τάξης. Αναφερόμενος σε επιλογές δεν εννοώ εκείνες που θα μπορούσαν να πάρουν στη βάση, λ.χ., του τι τις συμφέρει, τι θα μπορούσε να είναι το καλύτερο γι’ αυτές. Με βάση τη θέση και τις εξαρτήσεις τους δεν έχουν περιθώρια τέτοιων «πρωτοβουλιών». Αναφέρομαι κυρίως σε επιλογές που θα αναγκάζονταν να κάνουν κάτω από το βάρος, την πίεση, την αγωνία για το «τι τους ξημερώνει» με βάση τα όσα συντελούνται.
Το «ψαλίδισμα» των φιλοδοξιών
Την πίεση αυτή την αισθάνονται ιδιαίτερα έντονα η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας καθώς όλα αυτά τα χρόνια είδε να ψαλιδίζονται άγρια οι φιλοδοξίες που τόλμησε να εκδηλώσει. Σε συντομία: αποτελούν κατ’ αρχάς ένα μόνιμο βάρος στη θέση, το ρόλο και την υπόστασή της οι συνέπειες της στρατιωτικοπολιτικής ήττας του 1974. Μια ήττα στην οποία δεν ήταν «αμέτοχες» οι «προστάτιδες» ΗΠΑ.
Αναφέρομαι ακόμη στο στραπάτσο που τελικά υπέστησαν οι φιλοδοξίες της όταν μετά τις ανατροπές του 1989-1991 φαντασιώθηκε ότι θα της αναθέσουν οι ιμπεριαλιστές το ρόλο του γκαουλάιτερ των Βαλκανίων.
Αναφέρθηκα ήδη στην ωμή παρέμβαση που οδήγησε στη ματαίωση του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, τη διαγραφόμενη παράκαμψή της από τους υπό κατασκευήν αγωγούς που ακυρώνουν τη φιλοδοξία μετατροπής της χώρας σε ενεργειακό κόμβο. Την πίεση για περιορισμό των συναλλαγών που φιλοδοξούσε να αναπτύξει με Ρωσία, τις «αυστηρές προειδοποιήσεις» για το πόσο μπορεί να κοστίσουν τέτοιου είδους ανοίγματα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το χτύπημα που στην ουσία υφίσταται η δραστηριοποίηση του ελληνικού κεφαλαίου (επιχειρήσεις-τράπεζες) στα Βαλκάνια και την παρευξείνια περιοχή, με τα μέτρα και τα μνημόνια που προωθούνται. Οπως και άλλες φορές έχω αναφερθεί, οι «πρόσκοποι» του κεφαλαίου είναι χρήσιμοι στο να παίρνουν τα ρίσκα (αλλά και τα όποια οφέλη) για να ανοίξουν το δρόμο σε «επισφαλείς» περιοχές. Από την ώρα ωστόσο που αυτός ο δρόμος ανοίξει οφείλουν να παραμερίσουν για να προελάσουν οι μεραρχίες του μεγάλου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Τέλος, η απειλή δραστικής υποβάθμισής της με «αποβολή» από την ΟΝΕ. Δεν βρισκόταν ποτέ στην πρώτη γραμμή της σχετικής ιεραρχίας. Ηδη με τα πλήγματα που δέχτηκε και δέχεται υποβαθμίζεται σε σημαντικό βαθμό. Δεν έχει ωστόσο ακόμη «αποβληθεί», δεν έχει βρεθεί εκτός κύκλου (ούτε υπάρχουν τέτοιες προθέσεις, εκτός και αν τα δεδομένα αλλάξουν). Γενικότερα τίθεται υπό έλεγχο και περιορισμούς η δραστηριότητά της (και συνεπώς τα κέρδη της), τα ανοίγματα και το εύρος των διεθνών συνεργασιών της, υποβαθμίζεται η θέση και ο ρόλος της. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υποχρεώνεται να καταβάλει με διάφορες μορφές και τρόπους -και μάλιστα επαυξημένο- το «φόρο υποτέλειας» που οφείλει στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στήριξης και εξάρτησής της.
Το ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «φόρου» τον μετακυλά στις λαϊκές μάζες δεν αναιρεί την ουσία της σχέσης αλλά την υπογραμμίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Οροι και εκκρεμότητες του νέου «συμβολαίου»
Αυτοί οι όροι, η πίεση υπό την οποία λειτουργούσε προκαθόριζε λίγο πολύ και τις επιλογές της άρχουσας τάξης της χώρας μας. Ετσι -πρώτον- επέλεξε ΕΕ και ΔΝΤ ή, για να ’μαστε πιο ακριβείς, τη συνέχιση της πρόσδεσης στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.
Δεύτερο, τα μέτρα που απαιτήθηκε να πάρει ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες καθόλου δεν της «χάλασαν» τη διάθεση. Ισα ίσα. Πρόκειται για μέτρα που χρόνια τώρα προωθούσε και η ίδια και που η συγκυρία τής προσφέρει τη δυνατότητα να τα ολοκληρώσει. Ταυτόχρονα, μέτρα που της επιτρέπουν να μετακυλήσει, όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο βάρος του «φόρου υποτελείας» στο λαό. Ακόμη και πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούνται στην εσωτερική αγορά-συσσώρευση, να αποκομίσει και τα δικά της κέρδη.
Τρίτο, οι ρυθμίσεις και αναρρυθμίσεις του «χρέους», οι αναχρηματοδοτήσεις και τα συναφή έχουν δύο πλευρές. Από τη μια εκφράζουν τους όρους στη βάση των οποίων τη δεσμεύουν, ελέγχουν, προσδιορίζουν τα όριά της οι ιμπεριαλιστές. Από την άλλη, την «ανάσα» που της προσφέρουν -μέχρι νεοτέρας- καθώς η ουσία τους συνίσταται -όπως όλων των αντίστοιχων ρυθμίσεων παντού και πάντα- στην επιμήκυνση και όχι αναίρεση ή πραγματική μείωση της υποχρέωσης αποπληρωμής. (Καθώς, όπως θα μπορούσε να ειπωθεί, κανείς συνετός τσομπάνης δεν σκοτώνει τα πρόβατα που κουρεύει). Η «δυστοκία» που έχει παρατηρηθεί δεν αφορά το ποιος ή πότε θα πληρώσει (αυτός είναι δεδομένος), αλλά το ποιοι από τους «δανειστές» θα ωφεληθούν περισσότερο ή λιγότερο από τις τέτοιες ή αλλιώτικες ρυθμίσεις. Ανάλογη και μεγαλύτερη «δυστοκία» εμφανίζεται και σε σχέση με το επόμενο ζήτημα και όπου πιθανότατα θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερες εντάσεις.
Τέταρτο, λοιπόν, το φαγοπότι που επίκειται με τις ιδιωτικοποιήσεις και την εν γένει εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και από το οποίο η ελληνική κεφαλαιοκρατική αστική τάξη δεν σκοπεύει να μείνει «απ’ έξω».
Εκατοντάδες δισ. (που πιθανότατα ξεπερνάνε το τρισ.) βρίσκονται κατατεθειμένα σε ελβετικές, αγγλικές και τράπεζες άλλων χωρών και σε λοιπούς φορολογικούς παραδείσους. Αυτό το προϊόν της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της ιδιοποίησης του πλούτου της χώρας δεν σκοπεύει να το αφήσει «αναξιοποίητο». Βεβαίως σε βάση «συνεταιρισμού» με ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και όχι τόσο «ισότιμου». Δεν είναι κάτι το νέο γι’ αυτήν. Ετσι λειτουργεί από υπάρξεώς της. Το ζήτημα είναι ότι με βάση τους όρους που της έχουν επιβληθεί λειτουργεί υπό καθεστώς ασφυκτικής πλέον κηδεμονίας. Η επιλογή που έκανε, πέραν όλων των άλλων, καθορίζει και με ποιους οφείλει να «συνεταιριστεί» και με ποιους όρους. Ποιες σχέσεις (και με ποιους) πρέπει να περιορίσει ή και να αποκλείσει εντελώς. Αυτό είναι που γεννά δυσαρέσκειες, τάσεις και «δεύτερες σκέψεις» σε ορισμένους κύκλους. Πολύ περισσότερο που μερίδες της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας έχουν ήδη αναπτύξει σχέσεις αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων με αυτές τις «άλλες» πλευρές. Οπωσδήποτε αυτό που είναι δεδομένο και καθορίζει το πεδίο και τα όρια των κινήσεών της είναι οι όροι του νέου «συμβολαίου».
Συμφωνίες και χτυπήματα
Πέρα απ’ αυτό ωστόσο υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι, ακόμη και αστάθμητοι, παράγοντες. Αναφέρθηκα ήδη στη ρευστότητα που υπάρχει με βάση τις συνεχιζόμενες ανακατατάξεις στο διεθνές ταμπλό. Ανακατατάξεις που συντελούνται σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Στις αντιθέσεις αμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. (Ακόμη και ανάμεσα στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές). Τόσο εκείνες που τις αντιπαραθέτουν σε μια σειρά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος όσο και αυτές που αφορούν τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Αντιθέσεις που δεν αφορούν μόνο τη μοιρασιά τής περί ης ο λόγος πίτας, αλλά έχουν και μια ευρύτερη διάσταση. Το ότι αμερικάνοι και ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές συνεργάστηκαν για να προσδέσουν σφιχτότερα την Ελλάδα στο ευρωατλαντικό άρμα δεν σημαίνει κιόλας ότι λύσανε και το ζήτημα των ορίων της συνολικότερης (πολιτικής) αρμοδιότητας του καθενός στη χώρα μας. Το ζήτημα έχει τεθεί από καιρό. Οχι σε βάση ανοιχτής ρήξης, αλλά με εκατέρωθεν «χτυπήματα» αξιοσημείωτης έντασης και σημασίας. Αναφέρομαι επί τροχάδην: Στην άνοδο Σημίτη με στήριξη των «τεσσάρων». Στην υποχρέωσή του σε παραίτηση και αναρρίχηση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου. Στην άνοδο Καραμανλή αλλά και τη στήριξη που παρασχέθηκε στον Γ. Παπανδρέου να επιβιώσει -μετά την εκλογική του συντριβή- στην αντιπαράθεσή του με τον Ε. Βενιζέλο. Στην ανοιχτή στη συνέχεια υπονόμευση του Καραμανλή. Την «απάντηση», από την άλλη, με το φράξιμο του δρόμου για την αρχηγία της ΝΔ στην Ντ. Μπακογιάννη και την «απροσδόκητη» ανάδειξη του Α. Σαμαρά. Την ολόπλευρη στη συνέχεια προώθηση-στήριξη του Γ. Παπανδρέου για να μας «οδηγήσει» εκεί που μας οδήγησε. Τέλος, και κάτω από την πίεση των εξελίξεων, το «δίδυμο» Ευ. Βενιζέλου, Α. Σαμαρά υπό την ομπρέλα τού «κοινής αποδοχής» Λ. Παπαδήμου. Μια «λύση» που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα είδος ανανέωσης στις σημερινές συνθήκες του συμβιβασμού τόσο ανάμεσα στις «εσωτερικές» όσο και ανάμεσα στις επικυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μια λύση ωστόσο προσωρινή. Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Πολύ περισσότερο που το διαταραγμένο γενικότερα πλαίσιο μπορεί να πυροδοτήσει απροσδόκητες αντιδράσεις και εξελίξεις σε οποιοδήποτε πεδίο και οποιαδήποτε πλευρά.
Το πραγματικό ανάστημα μιας «ηγεσίας»
Αυτά βρίσκονται στη βάση της αναστάτωσης που παρατηρείται στις τάξεις του αστικού πολιτικού προσωπικού, των ανακατατάξεων και αναδιαμορφώσεων που με τις μορφές που παίρνουν αγγίζουν πλέον τα όρια του τραγέλαφου. Με βάση αυτή την εικόνα οι περισσότεροι των δημοσιολογούντων αναφέρονται στην έλλειψη έρματος, την απουσία πολιτικού αναστήματος, την ανικανότητα εν τέλει του «πολιτικού μας κόσμου». Είναι κι αυτό. Μόνο που κάπως όψιμα το ανακάλυψαν οι τιμητές.
Το σύστημα αυτούς τους πολιτικούς ήθελε, αυτούς προωθούσε, αυτούς λιβάνιζαν επί χρόνια οι σημερινοί επικριτές. Με δεδομένη λοιπόν την ανεπάρκειά τους οι πολιτικοί μας «ηγέτες» βρίσκονται αντιμέτωποι με εξελίξεις και διλήμματα που τους υπερβαίνουν. Παραζαλισμένοι, περιδινούνται, διαφωνούν συμφωνώντας και συμφωνούν διαφωνώντας, αποσκιρτούν για να επιστρέψουν, υψώνουν σημαίες για να τις υποστείλουν την άλλη μέρα, καθώς πανικόβλητοι παραδέρνουν μέσα στο άγχος της πολιτικής τους επιβίωσης.
Το «δυστύχημα» ωστόσο δεν είναι αυτό. Το δυστύχημα είναι ότι μπορεί και να επιβιώσουν. Οχι απαραίτητα σαν συγκεκριμένα πρόσωπα ή και αντίστοιχες πολιτικές μορφοποιήσεις αλλά σαν πολιτικό σύστημα. Βεβαίως πολύ λίγο θα εξαρτηθεί αυτό από τους ίδιους. Στο τι θα γίνει και στο πεδίο αυτό, τον πρώτο και καθοριστικό λόγο και ρόλο θα τον έχουν οι επικυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σε συνάρτηση πάντα με την πορεία των μεταξύ τους σχέσεων-αντιθέσεων.
Δεύτερο, οι δυνατότητες που έχει η ελληνική κεφαλαιοκρατία να κινηθεί έστω με τους όρους και το πλαίσιο που της έχει προσδιοριστεί.
Τρίτο, από την ανεπάρκεια της Αριστεράς να αμφισβητήσει έμπρακτα και ουσιαστικά τις «λύσεις» που προωθεί το σύστημα και να δώσει διέξοδο στις λαϊκές διαθέσεις και προσδοκίες.
Τέταρτο, από το ότι το επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων δεν βρίσκεται στο σημείο τού να μπορεί να υπερβεί αυτές τις ανεπάρκειες και να θέσει το ζήτημα με τους δικούς του όρους και απαιτήσεις.
Τα λαϊκά ξεσπάσματα που με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα θα εκδηλώνονται προκαλούν τραντάγματα, δημιουργούν ρήγματα, υποχρεώνουν σε αναπροσαρμογές. Πάνω απ’ όλα φέρνουν νέες δυνάμεις στο πεδίο της πάλης, ανοίγουν δρόμους, διαμορφώνουν όρους και προϋποθέσεις. Δεν μπορούν ωστόσο να δώσουν ολοκληρωμένη απάντηση-διέξοδο ενόσω δεν αντιμετωπισθούν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα του κινήματος.
Ελλειμμα ευθύνης
Αν αυτή είναι η ποιότητα και το επίπεδο αντιμετώπισης του ζητήματος από τη μεριά των αστικών πολιτικών δυνάμεων, δεν είναι ουσιαστικά διαφορετική, από άποψη σοβαρότητας και υπευθυνότητας, η αντιμετώπισή του από τις δυνάμεις της εν γένει Αριστεράς. Αυτές οι αναταράξεις, αυτή η διαγραφόμενη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού αντιμετωπίζεται -για άλλη μια φορά- σαν «ευκαιρία» να εμπλακούν σ’ αυτήν, να πλασαριστούν, έτσι ώστε να αποκτήσουν θέση και ρόλο στο αστικό πολιτικό ταμπλό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν σ’ έναν τέτοιο «πειρασμό» και δεν εννοώ μόνο εκείνες τις δυνάμεις που εμφανώς και ανοιχτά επιχειρούν κάτι τέτοιο. Εννοώ το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, χωρίς να εξαιρώ ούτε τις εξωκοινοβουλευτικές, ούτε τη διανόηση που όψιμα θυμήθηκε ότι οφείλει να έχει «λόγο» και ρόλο, ούτε τους «αλεξιπτωτιστές» που πέσαν ουρανοκατέβατοι στις «πλατείες».
Σ’ αυτό βρίσκεται η ουσία και το περιεχόμενο των διαφόρων παρεμβάσεων και πολιτικών προτάσεων και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως συνήθως από το στοιχείο της αντιστροφής στη σχέση πραγματικού ζητήματος και της πολιτικής πρότασης που -υποτίθεται- έρχεται να το απαντήσει.
Οι κοινοί τόποι «διαφορετικών» απόψεων
Αυτές οι παράλληλες πολιτικές στοχεύσεις δεν είναι συμπτωματικές. Εχουν πίσω τους πολλούς «κοινούς τόπους» στους οποίους συναντώνται οι αντιλήψεις τους (χωρίς να ’χουν πάντα μεγάλες αποστάσεις από αντίστοιχες αστικές). Ο πρώτος κοινός τόπος (και τόπος «βάσης») βρίσκεται στον τρόπο θεώρησης της πραγματικότητας, τις αυταπάτες που χαρακτηρίζουν την αντιμετώπιση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Αναφέρθηκα ήδη αρκετά σ’ αυτό και δεν θα τα επαναλάβω. Περιορίζομαι να θυμίσω ένα βασικό συμπέρασμα. Δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να αναπτυχθούν στο πλαίσιο του συστήματος δυνάμεις που να θέλουν και να μπορούν να επιβάλουν μια αναστροφή πορείας. Ακόμη αυτό που θα ’χα να προσθέσω αφορά τη σχέση ορισμένων απόψεων και προτάσεων για το «χρέος», με τάσεις και απόψεις που αναπτύσσονται διεθνώς. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει και διευρύνεται ένας κύκλος οικονομολόγων και αναλυτών που εκτιμούν ότι η μορφή και οι διαστάσεις που έχει πάρει το παγκόσμιο «χρέος» έχει «πιάσει από το λαιμό» την παγκόσμια οικονομία και δεν την αφήνει να ανασάνει, να λειτουργήσει, να αναπτυχθεί. Σ’ αυτή τη βάση προτείνουν το δραστικό «κούρεμά» του, ενώ ορισμένοι φθάνουν έως και την πρόταση συνολικής διαγραφής. Το ζήτημα δεν βρίσκεται στο αν μια τέτοια άποψη είναι «θεωρητικά σωστή». Το πρόβλημα, όπως έχω ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, βρίσκεται στο πώς πραγματικά αντιμετωπίζεται το ζήτημα από τις δυνάμεις που μπορούν και δίνουν τις «πρακτικές» πολιτικές απαντήσεις στις σημερινές συνθήκες.
Στην επίδραση τέτοιων απόψεων οφείλεται κατ’ αρχάς και η «εγχώρια» έκδοση του πράγματος με αντίστοιχες απόψεις-προτάσεις διαφόρων οικονομολόγων και άλλων παραγόντων και δυνάμεων. Αυτό που τους «διαφεύγει» είναι ότι αυτές οι απόψεις των επιφανών διεθνών οικονομολόγων δεν έχουν ούτε το βάρος ούτε την επίδραση στα τεκταινόμενα που ευελπιστούν - αυταπατώμενοι ότι μπορεί να έχει.
Ο δεύτερος κοινός τόπος είναι ο ευρωκεντρισμός και πάλι όλου σχεδόν του φάσματος δυνάμεων και παραγόντων. Και δεν εννοώ μόνον εκείνους που εκδηλώνουν ανοιχτά τις προτιμήσεις τους ούτε εκείνους που καταφέρνουν να «συνδυάσουν» την έξοδο από την ΟΝΕ με την παραμονή στην ΕΕ. Εννοώ και εκείνους που βγάζουν από το μανίκι «άλλες» προτάσεις, για σχήματα «Νότου», «Μεσογείου» κ.λπ. ή και με «ανοίγματα» και σε άλλες δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, κ.ά.). Ολες τους έχουν την «Ευρώπη» σαν σταθερό πεδίο αναφοράς. Οχι βέβαια τυχαία. Η «ευρωπαϊκή ιδέα» είναι αυτή στην οποία έχουν γαλουχηθεί επί δεκαετίες. Η «Ευρώπη» και γενικότερα η «αναπτυγμένη Δύση» παραμένει ο κοινός και αμετακίνητος τόπος αναφοράς. Σ’ αυτή τη βάση είναι απόλυτα φυσιολογικό το ότι με όλες αυτές τις προτάσεις για σχήματα και ενώσεις τέτοιες και αλλιώτικες δεν του πέρασε κανενός η ιδέα για σχήματα συνεργασίας των βαλκανικών χωρών λ.χ. (λέμε τώρα). Στο κάτω κάτω, και δίπλα μας είναι ενώ και το ελληνικό κεφάλαιο έχει ήδη ανοίξει ένα σωρό «δουλειές» στην περιοχή. Ακόμη, δεν υπάρχουν δυνάμεις του μεγέθους μιας Γαλλίας ή Ιταλίας, λ.χ., που να μπορούν στη βάση διαφοράς ισχύος να επιβάλουν (όπως σε ΕΕ-ΟΝΕ) άδικους, δηλαδή εκμεταλλευτικούς όρους. Μα εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημά τους. Εχουν μια «δυσκολία» να φανταστούν, έστω, ένα τέτοιο σχήμα χωρίς την ύπαρξη «εγγυητριών» (διάβαζε ιμπεριαλιστικών) δυνάμεων. Είπαμε να «ανεξαρτητοποιηθούμε», όχι να γίνουμε και… Βαλκάνιοι!
Ο τρίτος κοινός τόπος βρίσκεται στο πώς αντιμετωπίζεται η ύπαρξη, ο ρόλος και οι δυνατότητες της ελληνικής κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Παρ’ όλες τις κριτικές, τις απαξιωτικές αναφορές, τα «ανάθεμα» που απευθύνουν τόσο σ’ αυτήν όσο -και πολύ πιο έντονα- στο πολιτικό της προσωπικό, στην πραγματικότητα κινούνται στον αστερισμό των δικών της επιλογών. Αυτών που κάνει ή αυτών που «θα μπορούσε» να κάνει. Ολες οι προτάσεις, οι τέτοιες και αλλιώτικες, αυτήν έχουν ως πραγματική αναφορά, με τις δικές της δυνατότητες και επιλογές συνδέονται. Σ’ αυτήν απευθύνονται, από αυτήν περιμένουν να κινηθεί, αυτήν «παροτρύνουν» ή αν θέλετε «πιέζουν» να κάνει αυτές ή εκείνες τις κινήσεις. Ακριβώς επειδή σ’ αυτήν αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα πρωτοβουλίας κινήσεων τέτοιου εύρους και σημασίας όπως λ.χ. η έξοδος από ΟΝΕ ή άλλου είδους εγχειρήματα.
Δεν είναι έτσι; «Αδικώ» μήπως τις απόψεις, τις προτάσεις, την πολιτική τους; Δεν έχουν λοιπόν παρά να θέσουν θέμα ανατροπής. Ο μόνος τρόπος για να αφαιρεθεί η πρωτοβουλία κινήσεων από την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη είναι να ανατραπεί η κυριαρχία της. Ας τεθεί λοιπόν το ζήτημα. Και μάλιστα να τεθεί πραγματικά, ουσιαστικά, έμπρακτα και σε μια τέτοια βάση να διαμορφωθούν και να προωθηθούν πολιτικές κατευθύνσεις και κινηματικές πρακτικές. (Εντάξει, μια κουβέντα είπα).
Σ’ αυτόν λοιπόν τον κοινό τόπο συναντάται το σύνολο σχεδόν των πολιτικών που προωθούνται από πολιτικές δυνάμεις και μορφώματα κάθε είδους. Και δεν εξαιρείται απ’ αυτό ούτε το ΚΚΕ (που υποτίθεται θέτει ζήτημα λαϊκής εξουσίας). Με τον ιδιότυπο αναχωρητισμό του. Τη συνειδητή περιχαράκωσή του απέναντι στους αγώνες που αναπτύσσονται. Μια πολιτική που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί πάρα έκφραση της αμοιβαίας «κατανόησης» που χαρακτηρίζει τις σχέσεις του με την αστική τάξη. Αυτήν που «επιτρέπει» στις δυνάμεις του συστήματος να κινούνται χωρίς τα εμπόδια που θα μπορούσε να παρεμβάλει η ισχυρότερη δύναμη στο χώρο της Αριστεράς. Που «επιτρέπει» στην ηγεσία του ΚΚΕ να ρητορεύει «ταξικά» και «κομμουνιστικά» και να «σωρεύει» -υποτίθεται- δυνάμεις για το «μεγάλο σκοπό». Δυο λόγια μόνο εδώ για το τελευταίο.
Το είδος και ο χαρακτήρας μιας συσσώρευσης προσδιορίζει και τον τρόπο, τη μορφή και τα όρια χρησιμοποίησής της. Στο μόνο που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια τέτοιου είδους «συσσώρευση δυνάμεων» είναι στο να τεθεί -πραγματικά- ζήτημα εξουσίας, αν υπέθετε κανείς ότι κάτι τέτοιο έχει κατά νου η ηγεσία του ΚΚΕ. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όργανο παρεμβολής στη διαμόρφωση του αστικού πολιτικού ταμπλό όταν κριθεί ότι οι συνθήκες προσφέρονται για κάτι τέτοιο. Μόνο που μέχρι τα «τότε», η πολιτική της «αυτοσυντήρησης» δύσκολα να αντέξει τις πιέσεις μιας όλο και εντεινόμενης ταξικής πάλης.
Ετεροκαθορισμοί και αυτοακύρωση
Κινούμενες σε μια τέτοια λογική, πολιτικές δυνάμεις (και παράγοντες) της εν γένει Αριστεράς στην ουσία αυτοακυρώνονται. Απαλλοτριώνουν το ρόλο τους σαν δυνάμεις που διατείνονται ή και που μπορεί να θέλουν ορισμένες να υπηρετήσουν το λαό, να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματά του, να προωθήσουν τη λαϊκή υπόθεση.
Η Αριστερά, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε εμείς (ή πολύ περισσότερο το κομμουνιστικό κίνημα), δεν μπορεί να υφίσταται ως ετεροπροσδιοριζόμενη. Δεν μπορεί δηλαδή να βασίζει την πολιτική και το ρόλο της σε διεργασίες, διαμορφώσεις, τάσεις και επιλογές δυνάμεων του συστήματος. Οσο για τις φαιδρότητες περί «αξιοποίησης» τάχα των ενδοαστικών ή και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ούτε που αξίζει να ασχοληθεί κανείς. Επειδή πρωταρχική προϋπόθεση για να κάνει οποιοσδήποτε οτιδήποτε είναι να… υπάρχει. Να υφίσταται ως πολιτικό υποκείμενο, με δική του υπόσταση και πολιτική γραμμή που να μην εξαρτά την προώθησή της από το αν θα… βρέξει στην άλλη μεριά.
Η Αριστερά μπορεί να υφίσταται πραγματικά μόνον αυτοπροσδιοριζόμενη. Μπορεί να αποκτά υπόσταση και ρόλο μόνο σε συνάρτηση με την πορεία συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Μια συγκρότηση που μπορεί να πραγματοποιείται μόνο στο πεδίο της αντίστασης και της πάλης. Μιας πάλης που μπορεί να αναπτύσσεται μόνο στη βάση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες και η νεολαία και των στόχων που αυτά αναδεικνύουν. Για όσο διάστημα δεν μπαίνουμε ενεργά, μαζικά, αποφασιστικά σε μια τέτοια τροχιά, θα ανακυκλώνουμε απλώς τα αδιέξοδα του κινήματος.
Σημείωση Β: Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αποτελούν παρά έκφραση και συνέχεια των όσων αναφέρονται στις προηγούμενες γραμμές. Σ’ αυτή τη βάση, αυτά που θα ’χα να προσθέσω, με «τηλεγραφικό» έστω τρόπο, είναι ορισμένες βασικές επισημάνσεις.
Μπαίνουμε σε μια μακρά περίοδο όπου ο λαός θα αντιμετωπίζει όλο και περισσότερα, όλο και μεγαλύτερα, όλο και οξύτερα προβλήματα.
Σε μια περίοδο όπου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα τεθούν υπό κρίση τα ζητήματα που στο κείμενο αυτό αναφέρονται. Αυτά σηματοδοτούν οι συμφωνίες που υπογράφηκαν, οι κινήσεις που γίνονται, οι διαμορφώσεις και αναδιαμορφώσεις που συντελούνται. Οχι απλώς επειδή «υπογράφηκαν» αλλά επειδή συναρτώνται άμεσα με τα τεκταινόμενα σε Ελλάδα, Ευρώπη και συνολικά στον κόσμο.
Οι εκλογές που προγραμματίζονται να γίνουν σύντομα (εκτός απροόπτου) έρχονται να απαντήσουν στην προσπάθεια των δυνάμεων του συστήματος να ξανα-στήσουν στα πόδια του ένα πολιτικό σύστημα διαχείρισης, προώθησης της πολιτικής τους.
Από την άλλη μεριά, θα δώσουν τη δυνατότητα στις δυνάμεις της «όλης Αριστεράς» να ζήσει στιγμές χάρτινου εκλογικού «μεγαλείου».
Ας δείξουμε «κατανόηση». Κατά το μάλλον, δύσκολα θα ’χουν παρόμοιες ευκαιρίες στο μέλλον.
«Επιστροφή» δεν υπάρχει και, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, αυτό θα ’ναι που θα καθορίσει την πορεία των πραγμάτων. Και αυτό που έρχεται θα «μπερδέψει» πολλούς και θα πιέσει περισσότερους.
Μπαίνοντας λοιπόν σε μια τέτοια ζοφερή περίοδο, ο λαός εκεί που έχει να στηριχτεί είναι οι δικές του δυνάμεις. Οι δικοί του αγώνες, η δική του συγκρότηση. Με επιμονή, σταθερότητα και αποφασιστικότητα. Με επίγνωση τόσο των δυσκολιών όσο και των μεγάλων δυνατοτήτων που μπορεί να αναπτύξει με την πάλη του. Χωρίς αυταπάτες ως προς το δρόμο που έχει να διανύσει αλλά και με ακλόνητη την πεποίθηση πως θα ’ναι αυτός που θα πει την τελευταία λέξη.