Προσμονή για τα χειρότερα και μεγαλύτερη ρευστότητα υποδηλώνει η κατάσταση που διαμορφώνεται με επίκεντρο τη συριακή κρίση τον τελευταίο καιρό, που χαρακτηρίστηκε από την επιδείνωση των –ήδη κακών- τουρκοσυριακών σχέσεων και τις πολεμικές ιαχές που ακούστηκαν μετά τους βομβαρδισμούς στη μεθόριο.
Παρά τη συγνώμη που ζήτησε η Δαμασκός, ελάχιστοι είναι εκείνοι που πιστεύουν πως οι Σύριοι ευθύνονται για το σύνολο των οβίδων που έπεσαν στο τουρκικό έδαφος και μάλιστα από περιοχή που σε σημαντικό βαθμό ελέγχεται από τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες. Η αντίδραση της Άγκυρας, αν και πομπώδης, στην πορεία φάνηκε πως περιορίζεται προς το παρόν σε ελεγχόμενα αντίποινα, απειλές και προσπάθειες να κινητοποιηθεί η λεγόμενη διεθνής κοινότητα. Η τουρκική κυβέρνηση γρήγορα αντιλήφθηκε πως η κλιμάκωση της συριακής κρίσης την μπλέκει σε σκληρές περιπέτειες ειδικά στο κουρδικό πρόβλημα, ενώ υπάρχει κίνδυνος η Συρία να μετατραπεί όχι σε ένα κράτος-επιρροή της Άγκυρας αλλά σε μια εστία αστάθειας και κινδύνων για την Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη πλευρά, ούτε οι Αμερικάνοι και οι υπόλοιποι δυτικοί ιμπεριαλιστές ούτε τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα θέλουν να δουν την Τουρκία να καθορίζει τις συριακές εξελίξεις και να αυξάνει τη δυνατότητα επηρεασμού των μεσανατολικών δεδομένων. Η φωτιά που σιγοκαίει στα τουρκο-συριακά σύνορα φυσικά θα συνεχιστεί τόσο σαν μέσο πίεσης στη Δαμασκό όσο και για να γίνει –αν χρειαστεί- πρόσχημα για μια ΝΑΤΟϊκή επέμβαση.
Παρά τις εκτιμήσεις ορισμένων δυτικών παρατηρητών και τις υπερφίαλες υποσχέσεις της αντιπολίτευσης για γρήγορη ανατροπή του Άσαντ, τα γεγονότα δείχνουν πως τελικά αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ο κίνδυνος επικράτησης των ακραίων ισλαμικών ομάδων που ηγούνται της ένοπλης αντιπολίτευσης συνέτεινε στο να δημιουργηθεί γύρω από το καθεστώς ένας αναγκαστικός συνασπισμός κοσμικών στοιχείων και της χριστιανικής και άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να βρίσκονταν απέναντι στον Άσαντ. Τα ρήγματα που δημιουργήθηκαν στο ηγετικό επίπεδο φαίνεται να σταμάτησαν να μεγαλώνουν, οι αποστασίες σταμάτησαν και στο στρατιωτικό επίπεδο το καθεστώς της Δαμασκού έδειξε να ανασυντάσσεται και να κερδίζει χαμένο έδαφος μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό. Στον αντίποδα, η κατακερματισμένη αντιπολίτευση και ειδικά οι σουνίτες ένοπλοι φαίνεται να αδυνατούν να κρατήσουν τα αρχικά στρατιωτικά κέρδη και περιορίζονται στις περιοχές των βόρειων και δυτικών συνόρων, σε σημεία δηλαδή που είναι εύκολος ο εφοδιασμός τους από τις εξωτερικές δυνάμεις που τους βοηθούν ποικιλοτρόπως. Αν δεν μεσολαβήσει από τα έξω μια σοβαρή παρέμβαση και υποστήριξη, το μόνο που δείχνουν να μπορούν να κάνουν -υπό προϋποθέσεις- είναι ένας πόλεμος φθοράς με μακροχρόνιο ορίζοντα.
Τα κρίσιμα ερωτήματα αφορούν τη στάση των Δυτικών καθώς φυσικά και το βαθμό στον οποίο είναι διατεθειμένη κυρίως η Ρωσία να συνεχίσει να υποστηρίζει τον Άσαντ. Η Ουάσινγκτον –και όχι μόνο για εκλογικούς λόγους- συνεχίζει να είναι διστακτική σε αμεσότερη εμπλοκή και παρέμβαση στην κρίση. Τα αραβικά αντιδραστικά καθεστώτα με επικεφαλής ορισμένα κράτη του Κόλπου πιέζουν για μια αραβικού τύπου επέμβαση και στην Ευρώπη, παρά τις γαλλικές απειλές και εκκλήσεις υπάρχει πολύς σκεπτικισμός μιας και το λιβυκό σενάριο δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι κίνδυνοι παραμονεύουν σε κάθε στιγμή, ειδικά σε μια περίοδο που η συριακή κρίση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός για αναδιατάξεις και αναμορφώσεις ευρύτερα του μεσανατολικού σκηνικού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αίμα και δάκρυα για τους λαούς της περιοχής και ειδικά τον συριακό που ήδη πληρώνει βαρύ φόρο αίματος και πόνου.