Η παρουσία του αμερικανού υπουργού Αμυνας Λίον Πανέτα στην Ιαπωνία και την Κίνα την περασμένη βδομάδα συνέπεσε(;) με τη σοβαρότερη διπλωματικο-πολιτικο-σινοϊαπωνική κρίση των τελευταίων χρόνων.
Ο αμερικανός υπουργός Αμυνας κατέφθασε στην περιοχή ως πυροσβέστης. Μόνο που η μάνικα αντί νερού φαίνεται να είχε λάδι! Με το Τόκυο συμφώνησε για την επέκταση της αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ιαπωνία (που προφανώς δεν στοχεύει μόνο τη Βόρεια Κορέα), ανανέωσε και επέκτεινε τη συμφωνία εξοπλισμού της Ταϊβάν, εγκαινίασε νέες ναυτικές εγκαταστάσεις για να καλυφθεί η αύξηση του αριθμού των αμερικανών πεζοναυτών στην περιοχή και προώθησε διάφορες διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες με γειτονικές χώρες! Κατά τα άλλα οι ΗΠΑ ούτε που το σκέφτονται να πιέσουν την Κίνα περικυκλώνοντάς την! Πάντως η παρουσία του Πανέτα σε αυτή την περιοχή και σε αυτή τη στιγμή έρχεται να υποδηλώσει και τον βαθμό αξιολόγησης των γεγονότων σε σχέση με το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη Νοτιοανατολική Ασία και την περιοχή του Ειρηνικού.
Αλλωστε, είναι κάτι παραπάνω από φανερός ο ρόλος των αμερικάνων ιμπεριαλιστών στη δημιουργία εντάσεων στην περιοχή με μόνιμο και σταθερό αποδέκτη την Κίνα. Ετσι και η σημερινή κρίση είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις διενέξεων και κατά μήκος των τεράστιων θαλάσσιων συνόρων της Κίνας που οι ΗΠΑ συχνά πυκνά σιγοντάρουν με σκοπό να δημιουργήσουν καταστάσεις πίεσης απέναντί της.
Αφορμή αποτέλεσε, για μια ακόμη φορά, ένα σύμπλεγμα τριών βραχονησίδων στο αρχιπέλαγος Ριούκιου. Είναι τα νησιά Ντιαογιού, όπως ονομάζονται από την Κίνα (και που στα κινέζικα σημαίνει «Πηγαίνοντας για ψάρεμα»), ή Σενκάκου, όπως ονομάζονται από την Ιαπωνία.
Τα Ντιαογιού, αν και αποτελούν πολύ παλιά ιστορία διένεξης Ιαπωνίας και Κίνας (από τον σινοϊαπωνικό πόλεμο του 1894), αναδείχθηκαν μεταπολεμικά για πρώτη φορά σε πεδίο έντασης όταν (τυπικά) τερματίστηκε η αμερικανική κατοχή της Οκινάουα το 1971 και οι ΗΠΑ έδωσαν στην Ιαπωνία μαζί με το αρχιπέλαγος Ριούκιου και τις επίμαχες νησίδες. Οι διαμαρτυρίες σε διεθνές επίπεδο για το ζήτημα ανάγκασαν τις ΗΠΑ τότε, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις αργότερα, να δηλώσουν πως «η συμφωνία επιστροφής της Οκινάουα (στην Ιαπωνία) δεν συνιστά αναγνώριση από τις ΗΠΑ της ιαπωνικής κυριαρχίας πάνω στις Νήσους Σενκάκου». Αυτό υποτίθεται ότι εκφράζει μέχρι και σήμερα την επίσημη στάση των ΗΠΑ.
Από την άλλη, την τελευταία δεκαετία έχουμε μια σειρά από «δράσεις» εκατέρωθεν. Αυτές όμως περιορίζονταν πάντα σε επίπεδο «ακτιβιστών»: είτε με κτίσιμο φάρων, είτε με ανάρτηση σημαιών, είτε με αλιευτικά σκάφη. Σε κάθε περίπτωση πάντως συνοδεύονταν από έντονες αντιιαπωνικές διαδηλώσεις σε κινεζικές πόλεις, αλλά η επιδείνωση των σινοϊαπωνικών σχέσεων δεν διαρκούσε πολύ. Ωστόσο, η ακολουθία των γεγονότων που όξυναν τα πράγματα σήμερα είναι λίγο διαφορετική.
Η πρωτοβουλία αποδίδεται στον κυβερνήτη του Τόκυο, Σιντάρο Ισιχάρα, όταν τον Απρίλιο του 2012 δηλώνει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κρατικά κεφάλαια για να αγοράσει, όπερ και κάνει, τα νησιά από τον ιδιώτη ιδιοκτήτη τους! Ο Ισιχάρα, που είναι σε αυτό το αξίωμα από το 1999, είναι γνωστός συγγραφέας στη χώρα του όχι τόσο για το συγγραφικό του έργο (για το οποίο μάλιστα πήρε και κρατικό βραβείο) όσο για τις συνεχείς εμπρηστικές δηλώσεις ενάντια στην Κίνα. Τέσσερεις μήνες μετά έχουμε τις πρώτες αντιδράσεις αλλά και πάλι σε επίπεδο «ακτιβιστών». Ωσπου στις 11 Σεπτέμβρη η κυβέρνηση στο Τόκυο επιβεβαιώνει ότι εγκρίνει την αγορά των νησιών από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες τους έναντι 2,05 δισ. γιεν (26,2 εκατ. δολ.). Είναι η πρώτη φορά που η ιαπωνική κυβέρνηση επίσημα και μονομερώς παίρνει μια απόφαση για το επίμαχο ζήτημα. Μάλιστα ο ιάπωνας πρωθυπουργός Γιοσιχίκο Νόντα, σε συνέντευξη στο CNN, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει φιλονικία για την κυριαρχία τους με την Κίνα και το θέμα έχει λήξει! Το κύριο επιχείρημα που επικαλείται η ιαπωνική κυβέρνηση είναι πως υπάρχει «χρησικτησία των νησίδων» λόγω της αποικιακής και αμερικανικής κατοχής!
Αυτή τη φορά η Κίνα, αγνοώντας την προειδοποίηση της ιαπωνικής ακτοφυλακής, στέλνει περιπολικά του λιμενικού στα διαφιλονικούμενα ύδατα, αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό μέχρι στιγμής αποτελεί και τη μόνη επίσημη αντίδραση της Κίνας σε επίπεδο έμπρακτης αμφισβήτησης/απάντησης στην ιαπωνική κυβέρνηση ότι το θέμα δεν έχει λήξει. Ωστόσο, εκείνο που διαρκεί ακόμη και σήμερα είναι οι αντιιαπωνικές διαδηλώσεις –αν και έχει μετριαστεί η σφοδρότητά τους– στις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας.
Ως προς τη μαζικότητα, την έκταση και την έντασή τους θεωρούνται από πολλούς παρατηρητές οι μεγαλύτερες από τότε που η Ιαπωνία ξεκίνησε διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1972. Το αποκορύφωμά τους, στις 18 του Σεπτέμβρη, συνέπεσε με την επέτειο της εισβολής της Ιαπωνίας στην Κίνα το 1931, όταν και κατέλαβαν τη Μαντζουρία και ξεκίνησαν τα 14 χρόνια λεηλασίας και άγριας κατοχής.
Στη συνέχεια, πάντως, η κινεζική ηγεσία δείχνει ότι θέλει τον περιορισμό των αντιιαπωνικών διαδηλώσεων και τον κατευνασμό των διαδηλωτών. Και επειδή μαζικές διαμαρτυρίες είναι δύσκολο να συμβούν στην Κίνα χωρίς κάποιο βαθμό επίσημης ανοχής ή και παρότρυνσης, ζητήθηκε από τους διαδηλωτές να εκδηλώνουν «αυτοσυγκράτηση και ορθολογικό πατριωτισμό» στις δημόσιες διαμαρτυρίες τους.
Είναι γεγονός πως το ζήτημα αυτό, που έδειχνε να κινείται εδώ και πολλές δεκαετίες σε ένα διπλωματικό επίπεδο, φαίνεται να περνά πλέον σε ένα άλλο επίπεδο με αυτή την κίνηση της Ιαπωνίας. Πάντως η κινεζική ηγεσία, μετά και από αυτή την εξέλιξη, δείχνει να θέλει να τοποθετήσει το θέμα σε μια άλλη βάση. Είναι χαρακτηριστικές κάποιες δηλώσεις που ακολουθούν το συμβάν: «Η διένεξη σχετικά με την εδαφική κυριαρχία του συμπλέγματος ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία μπορεί να γίνει αντικείμενο διαβούλευσης ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις σε πνεύμα νηφαλιότητας και ρεαλισμού» και «Η ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στις δύο χώρες είναι αμοιβαία επωφελής, ενώ η διαμάχη ζημιώνει και τις δύο». Οι επισημάνσεις αυτές, που αφήνουν ανοικτό σε ερμηνείες το νόημά τους, φωτογραφίζουν αρκετά καθαρά το ποιος μπορεί να είναι αυτός «που έχει όφελος από αυτή την αμοιβαία ζημία». Και δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία και συντήρηση όλων των διενέξεων στην περιοχή! Οι ΗΠΑ.
Ο κύκλος έντασης σήμερα στην περιοχή της Ανατολικής Κινεζικής Θάλασσας μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας δεν είναι παρά ένας κρίκος στην αλυσίδα των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή και στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και σχεδιασμών στη ΝΑ Ασία και τον Ειρηνικό. Πριν από μερικούς μήνες είχαμε την όξυνση των σχέσεων Κίνας - Φιλιππίνων αλλά και με το Βιετνάμ με αφορμή διευθετήσεις στη Νότια Κινεζική Θάλασσα. Ο κινέζικος ιμπεριαλισμός έτσι κι αλλιώς είναι ένας μεγάλος «παίκτης» –και όχι μόνο στην περιοχή– και βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών άλλων και περιπλοκότερων ζητημάτων, όπως η Κορέα και η Ταϊβάν.
Πάντως το ζήτημα της όξυνσης των σινοϊαπωνικών διαφορών (και σε αυτή την περίπτωση με τη φανερή υποδαύλισή τους από τις ΗΠΑ) ίσως να βρίσκει την κύρια ερμηνεία του στην προσπάθεια των αμερικάνων ιμπεριαλιστών να εμποδιστεί αποτελεσματικά το όποιο ενδεχόμενο πλησιάσματος των δύο χωρών και στη βάση των νέων αντικειμενικών όρων που ανέδειξε η ανατροπή του μεταπολεμικού στάτους με την κατάρρευση της Σ. Ενωσης και του Ανατολικού Συνασπισμού.
Συνηθίζεται τα γεγονότα –αυτής ή όποιας άλλης κλίμακας– που συμβαίνουν στο διάστημα που προηγείται των αμερικανικών εκλογών να συνδέονται, έμμεσα ή άμεσα, με τις διεργασίες αυτές. Υπάρχει αυτή η πλευρά και μάλιστα μπορεί και να ξεπερνά τη συνήθη αντιπαράθεση των δύο μονομάχων με την έννοια ότι διαμορφώνει τους βασικούς άξονες της θητείας του ενοίκου του Λευκού Οίκου για την επόμενη περίοδο, όποιος από τους δύο και να είναι αυτός. Κατά σύμπτωση, και η κινεζική ηγεσία βρίσκεται σε φάση ανανέωσής της στο προγραμματισμένο συνέδριο του Οκτωβρίου. Το οποίο συνέδριο μέχρι στιγμής δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιήσει την ημερομηνία του και φημολογείται η αναβολή του εξαιτίας έντονων εσωτερικών αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων. Από την άποψη αυτή, πιθανόν να έχουν κάποιο επιπλέον νόημα αυτές οι προκλήσεις των ΗΠΑ μέσω Ιαπωνίας.
Χ.Β.