Στις σημερινές σκοτεινές εποχές για την εργατική τάξη και τους λαούς όλου του κόσμου, στην περίοδο της ολόπλευρης κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, ο Μαρξ ξαναέρχεται σε επικοινωνία με τις μάζες των κολασμένων, παραμερίζοντας «τους ιστούς της αράχνης» που ύφαναν γύρω από το έργο και την δράση του οι αντιδραστικές κυρίαρχες τάξεις, καθώς και όλοι αυτοί που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν, για να διαστρεβλώσουν και να αφυδατώσουν την επαναστατική του φυσιογνωμία και ορμή. Ο Καρλ Μαρξ δεν είναι «βολικός» για αυτούς που αποδέχονται τον καπιταλιστικό μονόδρομο και το «τέλος της ιστορίας», παρ’ όλο που ορκίζονται στο όνομά του. Ο μαρξισμός δεν είναι θρησκευτικό δόγμα αλλά μία επαναστατική θεωρία, που συνδέεται άρρηκτα με μία επαναστατική πρακτική. Ο μαρξισμός δεν είναι μόνο «ανάλυση» του καπιταλιστικού κόσμου και των νόμων του αλλά και οδηγός για επαναστατική δράση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων. Δεν είναι «υψηλή θεωρία» για ειδικούς και σπουδαγμένους αλλά μπορεί να γίνει κτήμα αυτών που τους ανήκει και τους αφορά. Η διαλεκτική σχέση της επαναστατικής θεωρίας με την επαναστατική πράξη βρίσκεται, στο συνολικό έργο του Καρλ Μαρξ, στο πιο ψηλό σημείο «επαφής» και αυτό αποτελεί την πιο σημαντική κληρονομιά του μεγάλου επαναστάτη.
Προτιμήσαμε την αποτίμηση της ζωής του να την κάνει, με τον μοναδικό του τρόπο, ο σύντροφός του στους αγώνες και στο τεράστιο θεωρητικό έργο, ο Φρήντριχ Ένγκελς, στον επικήδειο λόγο του.
Ο Καρλ Μαρξ, πέθανε στο Λονδίνο την Τέταρτη 14 Μάρτη 1883 (στην Ελλάδα, που είχε ακόμα το παλαιό ημερολόγιο, ήταν Τέταρτη 2 Μάρτη 1883), η ομιλία του Φρίντριχ Ένγκελς στον τάφο του έγινε 3 μέρες μετά.
« Στις 14 του Μάρτη, στις 3 παρά τέταρτο το απόγευμα, ο μεγαλύτερος εν ζωή στοχαστής έπαψε να σκέφτεται. Είχε αφεθεί μόνος για μόλις δυο λεπτά και όταν γυρίσαμε, τον βρήκαμε στην πολυθρόνα του ειρηνικά κοιμισμένο, αλλά για πάντα. Μια ανυπολόγιστη απώλεια έχουν υποστεί το μαχητικό προλεταριάτο της Ευρώπης και της Αμερικής και η ιστορική επιστήμη, με το θάνατο αυτού του ανθρώπου. Το κενό που έχει μείνει με την αναχώρηση αυτού του ρωμαλέου πνεύματος αρκετά σύντομα θα γίνει αισθητό.
Ακριβώς όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο της εξέλιξης της οργανικής φύσης, έτσι και ο Μαρξ ανακάλυψε την εξέλιξη της ανθρώπινης Ιστορίας: το απλό γεγονός, μέχρι τώρα συγκαλυμμένο από την υπερ-ανάπτυξη της ιδεολογίας, ότι η ανθρωπότητα πρέπει πρώτα από όλα να φάει, να πιει, να στεγαστεί και να ντυθεί, πριν μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική, την επιστήμη, τη θρησκεία κ.τ.λ.• ότι γι' αυτό η παραγωγή των άμεσων υλικών μέσων συντήρησης και κατά συνέπεια, η εκάστοτε βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης που έχει επιτευχθεί από έναν συγκεκριμένο λαό ή κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης εποχής, διαμορφώνουν το θεμέλιο, από όπου ανελίχθηκαν οι κρατικοί θεσμοί, οι αντιλήψεις για το δίκαιο, την τέχνη, ακόμα και οι θρησκευτικές παραστάσεις των ανθρώπων αυτής της εποχής, τη βάση, από όπου επομένως, και κάτω από το φως της οποίας, πρέπει να εξηγηθούν, και όχι αντίστροφα, όπως γινόταν μέχρι τώρα.
Μα αυτό δεν είναι όλο. Ο Μαρξ, επίσης, ανακάλυψε τον ειδικό νόμο της κίνησης που διέπει τον σημερινό καπιταλιστικό τρόπο της παραγωγής, και την αστική κοινωνία που αυτός ο τρόπος παράγωγης έχει δημιουργήσει. Η ανακάλυψη της υπεραξίας ξαφνικά έριξε φως στο πρόβλημα, που προσπαθώντας να το επιλύσουν όλες οι προηγούμενες έρευνες τόσο των αστών οικονομολόγων, όσο και των κοινωνικών κριτικών, ψηλαφούσαν στο σκοτάδι. Δυο τέτοιες ανακαλύψεις θα ήταν αρκετές στη διάρκεια μιας ζωής. Ευτυχής ο άνθρωπος που θα είχε αξιωθεί να κάνει έστω και μια τέτοια ανακάλυψη. Μα σε καθένα ξεχωριστό τομέα που ερευνούσε ο Μαρξ- και ερευνούσε πάρα πολλούς τομείς, κανέναν επιφανειακά- σε κάθε τομέα, ακόμα σε αυτών των μαθηματικών, έκανε πρωτότυπες ανακαλύψεις. Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος της επιστήμης. Αυτό, όμως, δεν ήταν ούτε το μισό του ανθρώπου. Η επιστήμη ήταν για τον Μαρξ μια ιστορικά κινητήρια, επαναστατική δύναμη. Όμως, όσο μεγάλη κι αν ήταν η χαρά του που καλωσόριζε κάθε νέα ανακάλυψη σε κάποια θεωρητική επιστήμη, της οποίας οι πρακτικές εφαρμογές ήταν ίσως αδύνατο να οραματιστείς, δοκίμαζε μια τελείως διαφορετικού είδους χαρά, όταν η ανακάλυψη είχε ως συνέπεια άμεσες επαναστατικές αλλαγές στη βιομηχανία και στην ιστορική εξέλιξη γενικά. Για παράδειγμα, παρακολουθούσε από κοντά την πορεία των ανακαλύψεων στον τομέα του ηλεκτρισμού και πρόσφατα εκείνες του Marcel Deprez.
Διότι ο Μαρξ ήταν πριν από κάθε τι άλλο επαναστάτης, πραγματική αποστολή του στη ζωή ήταν να συνεισφέρει με τον έναν ή άλλον τρόπο να ανατραπούν η καπιταλιστική κοινωνία και οι κρατικοί θεσμοί που έχει δημιουργήσει, να συνεισφέρει στην απελευθέρωση του σύγχρονου προλεταριάτου, το οποίο πρώτος έκανε συνειδητό της δίκης του θέσης, των δικών του αναγκών, συνειδητό των όρων της χειραφέτησής του. Ο αγώνας ήταν το στοιχείο του. Και αγωνιζόταν με ένα πάθος, ένα πείσμα, μια επιτυχία τέτοια, που τόσο λίγοι μπορούσαν να φανούν εφάμιλλοι.
Η πρώτη (εφημερίδα) RheinischeZeitung (1842), η παριζιάνικη Voerwarts (1844), η Deutsche Brusseler Zeitung (1847), η Neue Rheinische Zeitung (1848-49), η New York Tribune (1852-61) και, επιπρόσθετα σε αυτά, μια στρατιά από μαχητικά φυλλάδια, δουλειά σε οργανώσεις στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο, και τελικά, κορωνίδα όλων, ο σχηματισμός της μεγάλης «Διεθνούς Ένωσης Εργατών» -αυτό μάλιστα ήταν ένα επίτευγμα, για το οποίο ο δημιουργός του κάλλιστα θα μπορούσε να υπερηφανεύεται, ακόμα και αν δεν είχε κάνει τίποτα άλλο.
Να γιατί ο Μαρξ ήταν ο πιο έντονα μισητός και συκοφαντημένος άνθρωπος του καιρού του. Οι κυβερνήσεις, και απολυταρχικές και δημοκρατικές, τον απέλαυναν από τα εδάφη τους. Οι αστοί είτε συντηρητικοί είτε υπερ-δημοκρατικοί, συναγωνίζονταν μεταξύ τους στο να σωριάζουν συκοφαντίες πάνω του. Όλα αυτά τα παραμέριζε σαν να ήταν ιστός αράχνης, αγνοώντας τα, απαντώντας μόνο, όταν μεγάλη ανάγκη τον ωθούσε. Και πέθανε αγαπημένος, τιμημένος, και θρηνούμενος από εκατομμύρια επαναστατών συντρόφων εργατών -από τα ορυχεία της Σιβηρίας ως την Καλιφόρνια, σε όλα τα μέρη της Ευρώπης και της Αμερικής- και, τολμώ να πω ότι, αν και μπορεί να είχε αποκτήσει πολλούς αντιπάλους, δεν είχε σχεδόν καθόλου ούτε έναν προσωπικό εχθρό.
Το όνομα του θα ζήσει δια μέσου των αιώνων, όπως επίσης και το έργο του».