Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος ότι, στις μέρες μας, η εργατική τάξη και όλος ο εργαζόμενος λαός είναι αντιμέτωποι, από κάθε άποψη, με τις πιο δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν τις τελευταίες δεκαετίες. Η επίθεση του κεφάλαιου και των ιμπεριαλιστών ισοπεδώνει δικαιώματα και ζωές στο κατώτατο όριο και ακόμα πιο κάτω από αυτό. Η εξάπλωση της φτώχειας και της εξαθλίωσης δημιουργεί ένα επίπεδο ζωής-αβίωτης για την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία, που δοκιμάζεται κάτω από το βάρος των αρνητικών συσχετισμών και κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν επαίτη, που θα εξαρτάται απόλυτα από τις ορέξεις του εργοδότη, της κυβέρνησης, των ιμπεριαλιστών. Γιατί, όσο πέφτει το επίπεδο ζωής του εργαζόμενου λαού και φτάνει στην απόλυτη εξαθλίωση, γίνεται πιο ευάλωτος στους εκβιασμούς των δυνάμεων του εκμεταλλευτικού συστήματος από την μία, ενώ από την άλλη, υπονομεύεται η δυνατότητά του να αντισταθεί και να παλέψει.
Απέναντι στην βάρβαρη πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά και του μαύρου μετώπου των αστικών κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ, του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών του ΔΝΤ και της ΕΕ, ο εργαζόμενος λαός είναι υποχρεωμένος να δώσει έναν παρατεταμένο αγώνα για την ίδια του την ζωή. Αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να δυναμώσει, να κλιμακωθεί και να είναι νικηφόρος, εάν δεν χαρακτηρίζεται από μαζικούς όρους συμμετοχής, οργάνωσης και πολιτικής συγκρότησης στόχων πάλης.
Η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι στην πάλη τους δεν έχουν να αναμετρηθούν «μόνο» με την επίθεση της κυβέρνησης, που υπηρετεί πιστά το σύστημα της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, αλλά και με άλλους εχθρούς, οι οποίοι είτε «δρουν» μέσα στις γραμμές τους, είτε επηρεάζουν άμεσα την δυνατότητα του εργατικού κινήματος να συγκροτηθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά. Με «προεξάρχοντες» τους εργατοπατέρες της εργοδοτικής-κυβερνητικής κατεύθυνσης, που κατέχουν όλα τα «πόστα» του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, Σωματεία και παίζουν αποπροσανατολιστικό και παραλυτικό ρόλο στις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζόμενων. Αυτοί μάλιστα, παρά την αποστροφή που προκαλούν στους εργαζόμενους για τις πολιτικές της ταξικής συνεργασίας και υποταγής στο σύστημα, στις σημερινές εποχές της άγριας επίθεσης, συνεχίζουν να παραμένουν ένα ισχυρό και «συνεκτικό» στρώμα, που μάλιστα έχει και την δυνατότητα, μόνο αυτό, να κηρύξει έναν πανελλαδικό – πανεργατικό αγώνα (γενική απεργία) στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ανεξάρτητα από τις συστηματικές προσπάθειες που κάνουν για να τον υπονομεύσουν.
Οι δυσκολίες και τα εμπόδια δεν σταματούν στον χαρακτήρα και τον ρόλο των εργατοπατέρων αλλά μεγαλώνουν, καθώς η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής που επιβάλλει η κυβέρνηση Σαμαρά, με την καταστολή κάθε εργατικού αγώνα, πάει χέρι-χέρι με την τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς από την εργοδοσία, ενάντια σε κάθε απόπειρα κίνησης και συγκρότησης εργατικής αντίστασης και διεκδίκησης. Ενώ ταυτόχρονα η ανεργία, που «σπάει κόκκαλα», αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα άμεσου εκβιασμού αυτών που έχουν το «προνόμιο» να δουλεύουν, για να μην αναζητούν τρόπους οργάνωσης και δράσης.
Από την άλλη πλευρά, η δράση δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, όπως το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλοι, ενώ συμβάλλουν, με την άμεση συμμετοχή τους, στην ανάπτυξη μαζικών κινητοποιήσεων και αγώνων, είτε σε κλάδους είτε σε χώρους, με την γενικότερη πολιτική τους κατεύθυνση δυσκολεύουν και βάζουν εμπόδια στην ανάπτυξη ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΑΛΗΣ που να αντιστοιχεί στα επίπεδα της επίθεσης που δέχονται, σήμερα, οι εργαζόμενοι. Έτσι, ενώ έχουμε περιπτώσεις σημαντικών, παρατεταμένων και μαχητικών αγώνων, όταν αυτοί δέχονται τα συγκεντρωμένα πυρά του συστήματος, αδυνατούν να απαντήσουν και οπισθοχωρούν κάτω από το βάρος είτε έλλειψης συντονισμού, είτε αλληλεγγύης, είτε της άμεσης μαζικής και ενεργητικής συμμετοχής των ίδιων των εργαζόμενων.
Κοινός παρανομαστής της πολιτικής κατεύθυνσης αυτών των δυνάμεων αποτελεί το ιδιαίτερο «σχέδιο» της κάθε μίας, που θεωρούν, ότι πρέπει να αποτελέσει τον «μπούσουλα» του κινήματος, έξω και μακριά από αυτό που συντελείται στο πραγματικό επίπεδο της ταξικής επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος, στο οποίο «παρεπιπτόντως» γίνεται αναφορά, με βασικό στόχο να προταθεί το «παραπέρα». Κοινός παρονομαστής, επίσης, η υποβάθμιση των «αμυντικών» αγώνων και αιτημάτων, με απογειώσεις για αντεπιθέσεις και κάθε λογής «αερογέφυρες» γρήγορων «λύσεων», χωρίς τα «διόδια» της ταξικής πάλης.
Είτε αυτό αφορά τις κυβερνητικές «λύσεις σωτηρίας» που αφειδώς σκορπίζονται, παροπλίζοντας σημαντικά τμήματα του λαού σε ρόλο αναμονής, στην χειρότερη περίπτωση, ενώ, στην «καλύτερη» περίπτωση, προσπαθώντας να βγάλουν πολιτική υπεραξία σε ψήφους και ποσοστά από πραγματικούς αγώνες. Είτε αφορά την συγκρότηση μίας «λαϊκής συμμαχίας», στα αυστηρά όρια μίας κομματικής επιρροής, που το μόνο που έχει ως αποτέλεσμα είναι η διάσπαση της ενιαίας δράσης του εργατικού κινήματος, αδυνατίζοντάς το, υψώνοντας τείχη διαχωρισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Είτε αφορά την λογική των «μεταβατικών προγραμμάτων» και των «εναλλακτικών προτάσεων», που χωρίς την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους, μάλιστα, είναι αδύνατη η συνεννόηση, ο συντονισμός και η κοινή δράση μαχόμενων δυνάμεων του εργατικού κινήματος.
Με βάση όλα τα παραπάνω «σχέδια», οι αντίστοιχες δυνάμεις εκπονούν και τις αντίστοιχες μορφές συνδικαλιστικής συγκρότησης που να τα «υπηρετούν». Είτε αυτό αφορά μία στενή κομματική συγκρότηση, όπου ταυτίζεται το συνδικαλιστικό όργανο με το κόμμα, είτε με την προσπάθεια προσέλκυσης των «μετανοημένων» της ΠΑΣΚΕ για αλλαγή στην κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος, σε «αναλογία» με τα ποσοστά των βουλευτικών εκλογών, είτε στην δημιουργία «συντονιστικών», με χαρακτηριστικά που απέχουν πολύ από το να εκπροσωπούν αυθεντικά τους εργαζόμενους και αναλώνονται κυρίως σε συμφωνίες ή διαφωνίες κορυφής.
Την ίδια περίοδο που η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων είναι ανοργάνωτοι, οι ηγεσίες της Αριστεράς περί άλλων τυρβάζουν. Και όχι μόνο αυτό. Έχουν και το θράσος, πολλές φορές, να κατηγορούν ευθέως τον κόσμο, που «δεν σηκώνεται από τον καναπέ του». Προσπαθούν, έτσι, να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες για την συγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος...
Ας τα πάρουμε από την «αρχή»
Ο βασικός πυρήνας γύρω από τον οποίο συγκροτείται, σε πρωταρχική μορφή, κάθε προσπάθεια εργατικής πάλης και συνδικαλιστικής οργάνωσης, είναι οι όροι πώλησης της εργατικής δύναμης και, γενικότερα, οι όροι δουλειάς όλων των εργαζόμενων. Το γεγονός αυτό είναι αντικειμενικό και δεν ορίζεται από την υποκειμενική θέληση καμίας πολιτικής δύναμης αλλά ακόμα και καμίας τάξης. Ξεπηδάει μέσα από τα «σπλάχνα» του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος, των παραγωγικών του σχέσεων, της ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής, της πολιτικής κυριαρχίας των δυνάμεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Οι αντιθέσεις που σπρώχνουν την ταξική πάλη μέσα στους χώρους παραγωγής και εργασίας δεν μπορούν να «αθροιστούν θετικά» αλλά έχουν βαθιά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με βάση την θέση στην παραγωγή, στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία και εξουσία. Οι όποιες προσπάθειες ταξικής «συνεννόησης» και «συνεργασίας» δεν αποτελούν παρά πλήρη υποταγή των «από κάτω» στους «από πάνω», χειροτερεύοντας τους όρους εκμετάλλευσης και κυριαρχίας και ανοίγοντας τον δρόμο για μεγαλύτερη επιβολή και αυθαιρεσία.
Οι βασικές αυτές εκτιμήσεις παίρνουν σήμερα, ξανά, το πραγματικό τους νόημα, μιας και το σύστημα χωρίς τα περιττά του φτιασίδια αποκαλύπτεται ωμό και βάρβαρο, όπως είναι.
Ο στρατηγικός χαρακτήρας της επίθεσης, τόσο στην χώρα μας αλλά και διεθνώς, αποτελεί συνειδητή επιλογή για το ξεπέρασμα της αθεράπευτης κρίσης του, στις πλάτες των εργαζόμενων, μέσα από την κοινωνική, και πολιτική τους αποσυγκρότηση και την καταβύθιση του επιπέδου της ζωής τους, κάτω και από τα όρια της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Η απαρίθμηση και μόνο των αντεργατικών μέτρων που σήμερα έχουν περάσει και αποτελούν τον καθημερινό εφιάλτη όλων των εργαζόμενων πιστοποιούν τα παραπάνω. Από την λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» με την κατάργηση του οκτάωρου, μέχρι την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το πετσόκομμα μισθών και μεροκάματων, τις απολύσεις, την τεράστια ανεργία, την επιβολή όλο και πιο αντεργατικών νόμων στην κοινωνική ασφάλιση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την διάλυση των όποιων κοινωνικών υποδομών υπήρχαν, αποτελούν, σήμερα, τους όρους για την απόλυτη εξαθλίωση των εργαζόμενων. Σφραγίζουν την ταξική κυριαρχία των δυνάμεων του κεφαλαίου πάνω στις δυνάμεις της εργασίας και τις κάνει να εξαρτώνται απόλυτα από το «έλεός» τους.
Το πέρασμα όλου αυτού του αντιδραστικού-αντεργατικού νομοθετικού πλαισίου δεν έγινε σε μία νύχτα, δεν έγινε «αντισυνταγματικά» και με όρους «χούντας», αλλά αποτέλεσε την κορύφωση αυτού που ήδη συντελούνταν, σε μεγάλο βαθμό, στους χώρους παραγωγής και εργασίας όλα τα προηγούμενα χρόνια της παρατεταμένης επίθεσης του συστήματος. Κλιμακώθηκε και πήρε μεγαλύτερη ορμή από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.
Η απόλυτη εξαθλίωση, η αμφισβήτηση του δικαιώματος στην ίδια την ζωή για τους παραγωγούς του πραγματικού πλούτου είναι συνυφασμένη με την γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να πιέζει την αξία της εργασίας προς το κατώτατο όριό της. Ο καπιταλισμός στην ιμπεριαλιστική του διάσταση, όπως σήμερα, αδιαφορεί πλήρως και στέλνει στον «Καιάδα» τις εργαζόμενες μάζες, μιας και η συσσώρευση κεφαλαίου συντελείται, κύρια εκτός της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας και σε βάρος της, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενισχύοντας τον παρασιτικό χαρακτήρα του. Και αν αυτό συμβαίνει στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, παίρνει χαρακτήρα πραγματικού αφανισμού του εργατικού δυναμικού στις εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες.
Οι σχέσεις παραγωγής και η σημερινή ιμπεριαλιστική διάσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με τις άμεσες επιπτώσεις του στους εργαζόμενους των εξαρτημένων χωρών σαν την δική μας, καθορίζουν και τον βασικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Η αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης των εργαζόμενων αποτελεί το στοιχείο που μπορεί να ενώσει και να συγκροτήσει την εργαζόμενη πλειοψηφία ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς της, στην δουλειά, στην κοινωνία, στην πολιτική.
Στην σημερινή περίοδο, η γενική αυτή κατεύθυνση οφείλει να υπηρετηθεί από άμεσους στόχους πάλης που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργατών και όλων των εργαζομένων για δουλειά – ψωμί – ελευθερίες, συγκροτώντας ένα πλατύ και μαζικό ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ και ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ.
Αυτή η κατεύθυνση έχει ανάγκη και τα αντίστοιχα εργαλεία πάλης για να προωθηθεί. Πριν μπούμε όμως στην συζήτηση για τα εργαλεία πάλης του κινήματος, από την δική μας πλευρά οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι αυτό που καθορίζει την οργανωτική συγκρότηση είναι οι στόχοι πάλης και η γενική κατεύθυνση και όχι το αντίθετο, όπως επιχειρούν πολλοί να απαντήσουν στο ζήτημα. Γιατί η γραμμή της ταξικής συνεργασίας-υποταγής, των ρεφορμιστικών αυταπατών, η λογική της ανάθεσης, η απομαζικοποίηση και η αποσυγκρότηση των οργάνων του κινήματος μπορούν κάλλιστα να κυριαρχούν τόσο στις παλιές δομές, όσο και στις «νέες» ή «εναλλακτικές».
Για ποια οργάνωση των εργαζόμενων παλεύουμε
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι πρέπει να υπερασπιστούμε και να προωθήσουμε κάθε μορφή οργάνωσης των εργαζόμενων που τους δίνει την δυνατότητα, με την άμεση δική τους συμμετοχή, να συζητήσουν, να αποφασίσουν και να δράσουν. Έχοντας πάντα σαν βασική κατεύθυνση, ότι τα εργαλεία πάλης ανήκουν σε αυτούς που είναι τα υποκείμενα της πάλης αυτής και όχι σε κάποιους «ειδικούς».
Η μέχρι τα σήμερα «θεσμοθετημένη» συγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, στα τρία επίπεδα, αποτελεί ταυτόχρονα τόσο την αγωνιστική παρακαταθήκη μίας προηγούμενης αγωνιστικής και μαχητικής περιόδου διεκδικήσεων, όσο και την «παρακαταθήκη» του σύγχρονου εργατοπατερισμού της ταξικής υποταγής και της ανάθεσης. Σε συνδυασμό με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γίνεται φανερό, ότι θα σπάσουν ακόμη περισσότερο οι «συνεκτικοί κρίκοι» που ένωναν τους εργαζόμενους με την υπάρχουσα δομή του εργατικού συνδικαλισμού. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει, ότι πρέπει να «ανακαλύψουμε την Αμερική» για την οργάνωση του κόσμου της δουλειάς. Αυτό που θα ενώσει τον κόσμο για την πάλη είναι οι στόχοι -σε αυτούς πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος- με όσες μορφές έχει κατακτήσει το εργατικό κίνημα στην σχεδόν δύο αιώνων πορεία του.
Σημαντικό και κρίσιμο ζήτημα είναι η πρωταρχική συγκρότηση, με μαζικούς όρους και άμεση συμμετοχή, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες. Η βάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, η ραχοκοκαλιά του, βρίσκεται στους χώρους της μεγάλης συγκέντρωσης εργαζομένων. Στους χώρους αυτούς, η ταξική αναμέτρηση καθορίζει σημαντικά την εξέλιξη τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στους υπόλοιπους χώρους. Για αυτό τον λόγο και το σύστημα, σε όλες τις μορφές του, είτε σαν εργοδοσία είτε σαν αστικό κράτος, απλώνει ένα τεράστιο δίχτυ «προστασίας» σε αυτούς τους χώρους, είτε με την ωμή τρομοκρατία, είτε με την εξαγορά, είτε με την προώθηση των «πρόθυμων» υποταγμένων εργατοπατέρων.
Για όλους τους εργασιακούς χώρους και κλάδους, η πρωτοβάθμια συγκρότηση, σε οποιαδήποτε μορφή μπορεί να επιτευχθεί, από την επιτροπή δράσης μέχρι την συγκρότηση σωματείου, οφείλει να αποτελεί την κύρια πλευρά της παρέμβασης των ταξικών αγωνιστών του κινήματος. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το να κατακτηθεί πραγματικά ο οριζόντιος συντονισμός όλων των μορφών συγκρότησης του εργατικού κινήματος, είτε σε κλαδικό είτε σε τοπικό επίπεδο, για να ενισχύσει τις δυνατότητες πάλης και διεκδίκησης μέσα από την συγκέντρωση δυνάμεων και την ανάπτυξη της αγωνιστικής αλληλεγγύης. Ιδιαίτερο και κομβικό ζήτημα αποτελεί η οργάνωση των ανέργων, είτε κλαδικά είτε τοπικά. Η οργάνωση και η πάλη των ανέργων θα αποτελέσει σημαντικό στήριγμα πρώτα από όλα για τους ίδιους αλλά και για όλο το εργατικό κίνημα, οπότε οφείλει να στηριχτεί και από αυτό.
Όλα τα παραπάνω δεν αντιμετωπίζουν σαν άμεσο ζήτημα τα άλλα δύο επίπεδα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, δευτεροβάθμιο-τριτοβάθμιο, όχι γιατί δεν αποτελούν κρίσιμα ζητήματα για την οργάνωση και την ενιαία δράση των εργαζόμενων, αλλά γιατί αποτελούν ζήτημα μίας συνολικής μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών στα πλαίσια του κινήματος. Και αυτοί οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν ξεπερνιούνται με «σχέδια επί χάρου» και οπορτουνισμούς κάθε είδους αλλά με συνεπή και συστηματική παρέμβαση στους μαζικούς χώρους.
Απέναντι στην βάρβαρη πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά και του μαύρου μετώπου των αστικών κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ, του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών του ΔΝΤ και της ΕΕ, ο εργαζόμενος λαός είναι υποχρεωμένος να δώσει έναν παρατεταμένο αγώνα για την ίδια του την ζωή. Αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να δυναμώσει, να κλιμακωθεί και να είναι νικηφόρος, εάν δεν χαρακτηρίζεται από μαζικούς όρους συμμετοχής, οργάνωσης και πολιτικής συγκρότησης στόχων πάλης.
Η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι στην πάλη τους δεν έχουν να αναμετρηθούν «μόνο» με την επίθεση της κυβέρνησης, που υπηρετεί πιστά το σύστημα της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, αλλά και με άλλους εχθρούς, οι οποίοι είτε «δρουν» μέσα στις γραμμές τους, είτε επηρεάζουν άμεσα την δυνατότητα του εργατικού κινήματος να συγκροτηθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά. Με «προεξάρχοντες» τους εργατοπατέρες της εργοδοτικής-κυβερνητικής κατεύθυνσης, που κατέχουν όλα τα «πόστα» του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, Σωματεία και παίζουν αποπροσανατολιστικό και παραλυτικό ρόλο στις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζόμενων. Αυτοί μάλιστα, παρά την αποστροφή που προκαλούν στους εργαζόμενους για τις πολιτικές της ταξικής συνεργασίας και υποταγής στο σύστημα, στις σημερινές εποχές της άγριας επίθεσης, συνεχίζουν να παραμένουν ένα ισχυρό και «συνεκτικό» στρώμα, που μάλιστα έχει και την δυνατότητα, μόνο αυτό, να κηρύξει έναν πανελλαδικό – πανεργατικό αγώνα (γενική απεργία) στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ανεξάρτητα από τις συστηματικές προσπάθειες που κάνουν για να τον υπονομεύσουν.
Οι δυσκολίες και τα εμπόδια δεν σταματούν στον χαρακτήρα και τον ρόλο των εργατοπατέρων αλλά μεγαλώνουν, καθώς η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής που επιβάλλει η κυβέρνηση Σαμαρά, με την καταστολή κάθε εργατικού αγώνα, πάει χέρι-χέρι με την τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς από την εργοδοσία, ενάντια σε κάθε απόπειρα κίνησης και συγκρότησης εργατικής αντίστασης και διεκδίκησης. Ενώ ταυτόχρονα η ανεργία, που «σπάει κόκκαλα», αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα άμεσου εκβιασμού αυτών που έχουν το «προνόμιο» να δουλεύουν, για να μην αναζητούν τρόπους οργάνωσης και δράσης.
Από την άλλη πλευρά, η δράση δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, όπως το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλοι, ενώ συμβάλλουν, με την άμεση συμμετοχή τους, στην ανάπτυξη μαζικών κινητοποιήσεων και αγώνων, είτε σε κλάδους είτε σε χώρους, με την γενικότερη πολιτική τους κατεύθυνση δυσκολεύουν και βάζουν εμπόδια στην ανάπτυξη ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΑΛΗΣ που να αντιστοιχεί στα επίπεδα της επίθεσης που δέχονται, σήμερα, οι εργαζόμενοι. Έτσι, ενώ έχουμε περιπτώσεις σημαντικών, παρατεταμένων και μαχητικών αγώνων, όταν αυτοί δέχονται τα συγκεντρωμένα πυρά του συστήματος, αδυνατούν να απαντήσουν και οπισθοχωρούν κάτω από το βάρος είτε έλλειψης συντονισμού, είτε αλληλεγγύης, είτε της άμεσης μαζικής και ενεργητικής συμμετοχής των ίδιων των εργαζόμενων.
Κοινός παρανομαστής της πολιτικής κατεύθυνσης αυτών των δυνάμεων αποτελεί το ιδιαίτερο «σχέδιο» της κάθε μίας, που θεωρούν, ότι πρέπει να αποτελέσει τον «μπούσουλα» του κινήματος, έξω και μακριά από αυτό που συντελείται στο πραγματικό επίπεδο της ταξικής επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος, στο οποίο «παρεπιπτόντως» γίνεται αναφορά, με βασικό στόχο να προταθεί το «παραπέρα». Κοινός παρονομαστής, επίσης, η υποβάθμιση των «αμυντικών» αγώνων και αιτημάτων, με απογειώσεις για αντεπιθέσεις και κάθε λογής «αερογέφυρες» γρήγορων «λύσεων», χωρίς τα «διόδια» της ταξικής πάλης.
Είτε αυτό αφορά τις κυβερνητικές «λύσεις σωτηρίας» που αφειδώς σκορπίζονται, παροπλίζοντας σημαντικά τμήματα του λαού σε ρόλο αναμονής, στην χειρότερη περίπτωση, ενώ, στην «καλύτερη» περίπτωση, προσπαθώντας να βγάλουν πολιτική υπεραξία σε ψήφους και ποσοστά από πραγματικούς αγώνες. Είτε αφορά την συγκρότηση μίας «λαϊκής συμμαχίας», στα αυστηρά όρια μίας κομματικής επιρροής, που το μόνο που έχει ως αποτέλεσμα είναι η διάσπαση της ενιαίας δράσης του εργατικού κινήματος, αδυνατίζοντάς το, υψώνοντας τείχη διαχωρισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Είτε αφορά την λογική των «μεταβατικών προγραμμάτων» και των «εναλλακτικών προτάσεων», που χωρίς την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους, μάλιστα, είναι αδύνατη η συνεννόηση, ο συντονισμός και η κοινή δράση μαχόμενων δυνάμεων του εργατικού κινήματος.
Με βάση όλα τα παραπάνω «σχέδια», οι αντίστοιχες δυνάμεις εκπονούν και τις αντίστοιχες μορφές συνδικαλιστικής συγκρότησης που να τα «υπηρετούν». Είτε αυτό αφορά μία στενή κομματική συγκρότηση, όπου ταυτίζεται το συνδικαλιστικό όργανο με το κόμμα, είτε με την προσπάθεια προσέλκυσης των «μετανοημένων» της ΠΑΣΚΕ για αλλαγή στην κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος, σε «αναλογία» με τα ποσοστά των βουλευτικών εκλογών, είτε στην δημιουργία «συντονιστικών», με χαρακτηριστικά που απέχουν πολύ από το να εκπροσωπούν αυθεντικά τους εργαζόμενους και αναλώνονται κυρίως σε συμφωνίες ή διαφωνίες κορυφής.
Την ίδια περίοδο που η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων είναι ανοργάνωτοι, οι ηγεσίες της Αριστεράς περί άλλων τυρβάζουν. Και όχι μόνο αυτό. Έχουν και το θράσος, πολλές φορές, να κατηγορούν ευθέως τον κόσμο, που «δεν σηκώνεται από τον καναπέ του». Προσπαθούν, έτσι, να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες για την συγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος...
Ας τα πάρουμε από την «αρχή»
Ο βασικός πυρήνας γύρω από τον οποίο συγκροτείται, σε πρωταρχική μορφή, κάθε προσπάθεια εργατικής πάλης και συνδικαλιστικής οργάνωσης, είναι οι όροι πώλησης της εργατικής δύναμης και, γενικότερα, οι όροι δουλειάς όλων των εργαζόμενων. Το γεγονός αυτό είναι αντικειμενικό και δεν ορίζεται από την υποκειμενική θέληση καμίας πολιτικής δύναμης αλλά ακόμα και καμίας τάξης. Ξεπηδάει μέσα από τα «σπλάχνα» του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος, των παραγωγικών του σχέσεων, της ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής, της πολιτικής κυριαρχίας των δυνάμεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Οι αντιθέσεις που σπρώχνουν την ταξική πάλη μέσα στους χώρους παραγωγής και εργασίας δεν μπορούν να «αθροιστούν θετικά» αλλά έχουν βαθιά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με βάση την θέση στην παραγωγή, στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία και εξουσία. Οι όποιες προσπάθειες ταξικής «συνεννόησης» και «συνεργασίας» δεν αποτελούν παρά πλήρη υποταγή των «από κάτω» στους «από πάνω», χειροτερεύοντας τους όρους εκμετάλλευσης και κυριαρχίας και ανοίγοντας τον δρόμο για μεγαλύτερη επιβολή και αυθαιρεσία.
Οι βασικές αυτές εκτιμήσεις παίρνουν σήμερα, ξανά, το πραγματικό τους νόημα, μιας και το σύστημα χωρίς τα περιττά του φτιασίδια αποκαλύπτεται ωμό και βάρβαρο, όπως είναι.
Ο στρατηγικός χαρακτήρας της επίθεσης, τόσο στην χώρα μας αλλά και διεθνώς, αποτελεί συνειδητή επιλογή για το ξεπέρασμα της αθεράπευτης κρίσης του, στις πλάτες των εργαζόμενων, μέσα από την κοινωνική, και πολιτική τους αποσυγκρότηση και την καταβύθιση του επιπέδου της ζωής τους, κάτω και από τα όρια της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Η απαρίθμηση και μόνο των αντεργατικών μέτρων που σήμερα έχουν περάσει και αποτελούν τον καθημερινό εφιάλτη όλων των εργαζόμενων πιστοποιούν τα παραπάνω. Από την λεγόμενη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» με την κατάργηση του οκτάωρου, μέχρι την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το πετσόκομμα μισθών και μεροκάματων, τις απολύσεις, την τεράστια ανεργία, την επιβολή όλο και πιο αντεργατικών νόμων στην κοινωνική ασφάλιση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την διάλυση των όποιων κοινωνικών υποδομών υπήρχαν, αποτελούν, σήμερα, τους όρους για την απόλυτη εξαθλίωση των εργαζόμενων. Σφραγίζουν την ταξική κυριαρχία των δυνάμεων του κεφαλαίου πάνω στις δυνάμεις της εργασίας και τις κάνει να εξαρτώνται απόλυτα από το «έλεός» τους.
Το πέρασμα όλου αυτού του αντιδραστικού-αντεργατικού νομοθετικού πλαισίου δεν έγινε σε μία νύχτα, δεν έγινε «αντισυνταγματικά» και με όρους «χούντας», αλλά αποτέλεσε την κορύφωση αυτού που ήδη συντελούνταν, σε μεγάλο βαθμό, στους χώρους παραγωγής και εργασίας όλα τα προηγούμενα χρόνια της παρατεταμένης επίθεσης του συστήματος. Κλιμακώθηκε και πήρε μεγαλύτερη ορμή από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.
Η απόλυτη εξαθλίωση, η αμφισβήτηση του δικαιώματος στην ίδια την ζωή για τους παραγωγούς του πραγματικού πλούτου είναι συνυφασμένη με την γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να πιέζει την αξία της εργασίας προς το κατώτατο όριό της. Ο καπιταλισμός στην ιμπεριαλιστική του διάσταση, όπως σήμερα, αδιαφορεί πλήρως και στέλνει στον «Καιάδα» τις εργαζόμενες μάζες, μιας και η συσσώρευση κεφαλαίου συντελείται, κύρια εκτός της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας και σε βάρος της, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενισχύοντας τον παρασιτικό χαρακτήρα του. Και αν αυτό συμβαίνει στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, παίρνει χαρακτήρα πραγματικού αφανισμού του εργατικού δυναμικού στις εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες.
Οι σχέσεις παραγωγής και η σημερινή ιμπεριαλιστική διάσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με τις άμεσες επιπτώσεις του στους εργαζόμενους των εξαρτημένων χωρών σαν την δική μας, καθορίζουν και τον βασικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Η αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης των εργαζόμενων αποτελεί το στοιχείο που μπορεί να ενώσει και να συγκροτήσει την εργαζόμενη πλειοψηφία ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς της, στην δουλειά, στην κοινωνία, στην πολιτική.
Στην σημερινή περίοδο, η γενική αυτή κατεύθυνση οφείλει να υπηρετηθεί από άμεσους στόχους πάλης που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργατών και όλων των εργαζομένων για δουλειά – ψωμί – ελευθερίες, συγκροτώντας ένα πλατύ και μαζικό ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ και ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ.
Αυτή η κατεύθυνση έχει ανάγκη και τα αντίστοιχα εργαλεία πάλης για να προωθηθεί. Πριν μπούμε όμως στην συζήτηση για τα εργαλεία πάλης του κινήματος, από την δική μας πλευρά οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι αυτό που καθορίζει την οργανωτική συγκρότηση είναι οι στόχοι πάλης και η γενική κατεύθυνση και όχι το αντίθετο, όπως επιχειρούν πολλοί να απαντήσουν στο ζήτημα. Γιατί η γραμμή της ταξικής συνεργασίας-υποταγής, των ρεφορμιστικών αυταπατών, η λογική της ανάθεσης, η απομαζικοποίηση και η αποσυγκρότηση των οργάνων του κινήματος μπορούν κάλλιστα να κυριαρχούν τόσο στις παλιές δομές, όσο και στις «νέες» ή «εναλλακτικές».
Για ποια οργάνωση των εργαζόμενων παλεύουμε
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι πρέπει να υπερασπιστούμε και να προωθήσουμε κάθε μορφή οργάνωσης των εργαζόμενων που τους δίνει την δυνατότητα, με την άμεση δική τους συμμετοχή, να συζητήσουν, να αποφασίσουν και να δράσουν. Έχοντας πάντα σαν βασική κατεύθυνση, ότι τα εργαλεία πάλης ανήκουν σε αυτούς που είναι τα υποκείμενα της πάλης αυτής και όχι σε κάποιους «ειδικούς».
Η μέχρι τα σήμερα «θεσμοθετημένη» συγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, στα τρία επίπεδα, αποτελεί ταυτόχρονα τόσο την αγωνιστική παρακαταθήκη μίας προηγούμενης αγωνιστικής και μαχητικής περιόδου διεκδικήσεων, όσο και την «παρακαταθήκη» του σύγχρονου εργατοπατερισμού της ταξικής υποταγής και της ανάθεσης. Σε συνδυασμό με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, γίνεται φανερό, ότι θα σπάσουν ακόμη περισσότερο οι «συνεκτικοί κρίκοι» που ένωναν τους εργαζόμενους με την υπάρχουσα δομή του εργατικού συνδικαλισμού. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει, ότι πρέπει να «ανακαλύψουμε την Αμερική» για την οργάνωση του κόσμου της δουλειάς. Αυτό που θα ενώσει τον κόσμο για την πάλη είναι οι στόχοι -σε αυτούς πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος- με όσες μορφές έχει κατακτήσει το εργατικό κίνημα στην σχεδόν δύο αιώνων πορεία του.
Σημαντικό και κρίσιμο ζήτημα είναι η πρωταρχική συγκρότηση, με μαζικούς όρους και άμεση συμμετοχή, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στις υπηρεσίες. Η βάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, η ραχοκοκαλιά του, βρίσκεται στους χώρους της μεγάλης συγκέντρωσης εργαζομένων. Στους χώρους αυτούς, η ταξική αναμέτρηση καθορίζει σημαντικά την εξέλιξη τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στους υπόλοιπους χώρους. Για αυτό τον λόγο και το σύστημα, σε όλες τις μορφές του, είτε σαν εργοδοσία είτε σαν αστικό κράτος, απλώνει ένα τεράστιο δίχτυ «προστασίας» σε αυτούς τους χώρους, είτε με την ωμή τρομοκρατία, είτε με την εξαγορά, είτε με την προώθηση των «πρόθυμων» υποταγμένων εργατοπατέρων.
Για όλους τους εργασιακούς χώρους και κλάδους, η πρωτοβάθμια συγκρότηση, σε οποιαδήποτε μορφή μπορεί να επιτευχθεί, από την επιτροπή δράσης μέχρι την συγκρότηση σωματείου, οφείλει να αποτελεί την κύρια πλευρά της παρέμβασης των ταξικών αγωνιστών του κινήματος. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το να κατακτηθεί πραγματικά ο οριζόντιος συντονισμός όλων των μορφών συγκρότησης του εργατικού κινήματος, είτε σε κλαδικό είτε σε τοπικό επίπεδο, για να ενισχύσει τις δυνατότητες πάλης και διεκδίκησης μέσα από την συγκέντρωση δυνάμεων και την ανάπτυξη της αγωνιστικής αλληλεγγύης. Ιδιαίτερο και κομβικό ζήτημα αποτελεί η οργάνωση των ανέργων, είτε κλαδικά είτε τοπικά. Η οργάνωση και η πάλη των ανέργων θα αποτελέσει σημαντικό στήριγμα πρώτα από όλα για τους ίδιους αλλά και για όλο το εργατικό κίνημα, οπότε οφείλει να στηριχτεί και από αυτό.
Όλα τα παραπάνω δεν αντιμετωπίζουν σαν άμεσο ζήτημα τα άλλα δύο επίπεδα της συνδικαλιστικής οργάνωσης, δευτεροβάθμιο-τριτοβάθμιο, όχι γιατί δεν αποτελούν κρίσιμα ζητήματα για την οργάνωση και την ενιαία δράση των εργαζόμενων, αλλά γιατί αποτελούν ζήτημα μίας συνολικής μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών στα πλαίσια του κινήματος. Και αυτοί οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν ξεπερνιούνται με «σχέδια επί χάρου» και οπορτουνισμούς κάθε είδους αλλά με συνεπή και συστηματική παρέμβαση στους μαζικούς χώρους.
Γ.Α.