Η διεθνής ημέρα της γυναίκας γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 8 Μάρτη, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατριών της Υφαντουργίας της Ν. Υόρκης στις 8 Μάρτη του 1857, οι οποίες ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Σήμερα, είναι περισσότερο από αναγκαίο να γνωρίσουμε καλύτερα αυτό που ονομάζουμε γυναικείο ζήτημα. Είναι αναγκαίο να επιχειρήσουμε τη γνωριμία μέσα από την ιστορία του, τις μορφές και το περιεχόμενο που πήρε κατά την ιστορική διαδρομή του, τη δυνατότητα που έδωσε στις γυναίκες να εκφράσουν τον εαυτό τους, να βγουν προς τα έξω συλλογικά, να διεκδικήσουν τη ζωή τους ολόκληρη, στη μόρφωση, στη δουλειά, στις σχέσεις, παντού. Τη ζωή τους ολόκληρη, με τις χαρές και τις λύπες, τους πόνους και τις ελπίδες της.
Αυτή η γνωριμία είναι αναγκαίο να γίνει, όχι για να ανοίξει ένας φιλοσοφικός νέος (;) διάλογος, αλλά γιατί η ίδια η σημερινή εποχή θα θέτει τα προβλήματα και τις ερωτήσεις και οι απαντήσεις που θα δοθούν πρέπει να έχουν την πιο αποτελεσματική αποτύπωση. Με άλλα λόγια, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε ένα από τα μεγάλα κινήματα των καταπιεζόμενων δεν τα έβγαλε πέρα χωρίς την συμμετοχή των γυναικών. Από το απελευθερωτικό κίνημα των σκλάβων και των δουλοπάροικων, μέχρι τα απελευθερωτικά κινήματα των νεότερων χρόνων, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων.
Βασικό πρόβλημα στο σημείωμα αυτό ήταν όχι μόνο το υλικό που θα έπρεπε να δοθεί, αλλά και ο τρόπος που θα έπρεπε να αναλυθεί, ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως σωστή γνώση. Πρόβλημα ήταν και η εκλογή των πιο απαραίτητων και ουσιαστικών στοιχείων, από το πλούσιο υλικό που υπάρχει. Άλλο πρόβλημα ήταν η ταξινόμηση του υλικού αυτού, ώστε να γίνεται κατανοητό και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά.
Αλλά ας ξεκινήσουμε. Διεθνώς η εμφάνιση και ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην καπιταλιστική περίοδο.
Η χειραφέτηση των γυναικών από την καταπίεση αιώνων τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Το γυναικείο κίνημα απέρριψε θεωρητικές αναλύσεις και πρότεινε λύσεις, για να αντιμετωπιστεί η καταπίεση των γυναικών. Αμφισβήτησε την πατριαρχική εκμεταλλευτική κοινωνία, και μέσα από την δράση του και θεωρητικά.
Οι γυναίκες πάντα κατανοούσαν, ότι καταπιέζονταν και το εξέφραζαν με διάφορους τρόπους και μέσα από ιδιωματισμούς, ποιήματα, ζωγραφιές, παραδοσιακά τραγούδια. Στην Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικά τα παραδοσιακά τραγούδια του γάμου και της νύφης.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού επέφερε μια τεράστια αλλαγή στις κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία, εμφανίστηκε το γυναικείο κίνημα που απαιτούσε τα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των γυναικών.
Το γυναικείο κίνημα στη Δύση μπορεί να χωριστεί σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα και έληξε στη δεκαετία του 1920. Η πρώτη αυτή φάση είναι γνωστή ως «το κίνημα της σουφραζέτας» και ήταν το κίνημα των γυναικών για το δικαίωμα της ψήφου, για το δικαίωμα στην κοινή εκπαίδευση με τους άνδρες, και για το δικαίωμα των παντρεμένων γυναικών στην ιδιοκτησία και το διαζύγιο.
Ταυτόχρονα αναπτυσσόταν και το κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά η κατεστημένη ηγεσία δεν ενδιαφερόταν για το κίνημα των γυναικών. Μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες υποστήριξαν τις προσπάθειες των γυναικών εργατριών, που δούλευαν πολλές ώρες για πολύ χαμηλά μεροκάματα. Χιλιάδες γυναίκες δούλευαν στον ιματισμό. Στη δεκαετία του 1880, οι μαχητικοί αγώνες και η καταστολή ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις σουφραζέτες ηγέτες δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση των εργατριών και δεν στήριξαν το κίνημά τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, το γυναικείο κίνημα της εργατικής τάξης είχε μια ραγδαία ανάπτυξη. Στη 2η συνδιάσκεψη των εργαζομένων γυναικών στην Κοπεγχάγη, η Κλάρα Τσέτκιν, Γερμανίδα κομμουνίστρια και γνωστό στέλεχος του διεθνούς γυναικείου κινήματος, εμπνευσμένη από τους αγώνες των αμερικανίδων εργατριών, πρότεινε και αποφασίστηκε να οριστεί η 8η Μάρτη σαν Παγκόσμια ημέρα γυναικών.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η θέση των γυναικών είχε αλλάξει. Παρόλο που δεν είχαν το δικαίωμα ψήφου, είχαν κατακτήσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, στα δικαιώματα ιδιοκτησίας, εργασίας. Γι’αυτό και η απαίτηση για ψήφο απέκτησε κύρος. Όμως το κίνημα πήρε μια πιο συντηρητική στροφή, διαχωρίζοντας το δικαίωμα της ψήφου από τα υπόλοιπα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η ηγεσία του κινήματος αποτελούνταν από λευκές γυναίκες, μεσοαστικής προέλευσης και περιόριζαν τα αιτήματά τους στις γυναίκες της μεσαίας τάξης. Ήταν οι σοσιαλίστριες και κομμουνίστριες που έθεσαν, ότι το αίτημα για ψήφο δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο σ’ αυτές που είχαν ιδιοκτησία, αλλά για όλες τις γυναίκες, μαζί και τις εργάτριες.
Το γυναικείο κίνημα δεν συνεχίστηκε την περίοδο της Ύφεσης, της ανόδου του φασισμού και του 2ου Παγκόσμιου πολέμου.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ είχαν εκρηκτική άνοδο στην οικονομία και στη μεσαία τάξη. Οι γυναίκες, που στα χρόνια του πολέμου έκαναν κάθε είδους δουλειά για τη λειτουργία της οικονομίας, προτρέπονταν να παρατήσουν τις δουλειές τους και να γίνουν καλές νοικοκυρές και μητέρες.
Αυτή η φούσκα κράτησε μέχρι το ΄60. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, το αντιπολεμικό κίνημα (κατά του πολέμου του Βιετνάμ), η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα είχαν τον αντίχτυπό τους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμφανίστηκε και πάλι το γυναικείο κίνημα. Οι γυναίκες συνειδητοποίησαν τους διαχωρισμούς στην εργασία, στους μισθούς και συνολικά στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν.
Τότε ήταν που άρχισαν να αναπτύσσονται τα διάφορα φεμινιστικά κινήματα και απόψεις, που πίστευαν ότι δεν φτάνουν οι αλλαγές των νόμων και η συνταγματική τροποποίηση για ίσα δικαιώματα, αλλά έπρεπε να μετασχηματιστεί ολόκληρη η κοινωνική διάρθρωση, ότι τα μικτά σχήματα και κόμματα δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν τον αγώνα για γυναικεία απελευθέρωση και ότι ήταν αναγκαίο ένα αυτόνομο από κόμματα, γυναικείο κίνημα.
Κάποια κομμάτια του φεμινισμού προχώρησαν πιο πολύ. Στο μανιφέστο τους, το 1969, οι «κόκκινες κάλτσες» αναφέρουν: «Θεωρούμε τους άνδρες σαν φορείς της καταπίεσής μας. Η ανδρική ανωτερότητα είναι η παλιότερη και βασικότερη μορφή κυριαρχίας. Όλες οι άλλες μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης (ρατσισμός-καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός) αποτελούν προεκτάσεις της ανδρικής ανωτερότητας. Οι άνδρες κυριαρχούν στις γυναίκες, μερικοί άνδρες κυριαρχούν στους υπόλοιπους»!
Μετά το 1975, εμφανίστηκε ο πολιτισμικός φεμινισμός. Αυτός δίνει βάρος στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της πατριαρχικής καταπίεσης και στοχεύει σε αλλαγές σε αυτόν τον τομέα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αρχές 1980, εμφανίστηκαν διάφορα ρεύματα όπως ο λεσβιακός φεμινισμός, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, ο αναρχοφεμινισμός, ο οικοφεμινισμός και, συμπαθάτε με, τράβα κορδέλα.
Και εδώ μπαίνω στον πειρασμό να κλείσω αυτή τη μικρή αναδρομή, με τη μαρτυρία μιας γυναίκας από τις Άνδεις της Βολιβίας, που ήταν σύνεδρος στο Διεθνές Συνέδριο για το έτος της Γυναίκας, που έγινε το 1975 στο Μεξικό. Τη μαρτυρία της Ντομιτίλα Μπάριος ντε Σουνγκάρα, γυναίκα μεταλλωρύχου, μητέρα εφτά παιδιών, εκπρόσωπο της «Επιτροπής νοικοκυρών του Σίγκλο χχ», οργάνωση γυναικών των μεταλλωρύχων που δούλευαν σ’ αυτή την περιοχή ορυχείων της Βολιβίας.
«Εκεί γνωρίστηκα και έκανα μια συζήτηση με την Μπέττυ Φρίνταν, που είναι η μεγαλύτερη φεμινίστρια των ΗΠΑ. Αυτή και η οργάνωσή της πρότειναν ορισμένες τροποποιήσεις για το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Δράσης. Αλλά οι τροποποιήσεις αυτές ήταν καθαρά φεμινιστικές και δε συμφωνούσαμε, γιατί δεν άγγιζαν τα προβλήματα που για τις γυναίκες της Λατινικής Αμερικής είχαν ζωτική σημασία. Η Μπέττυ Φρίνταν μας κάλεσε να ενωθούμε με το κίνημά της και ζήτησε να σταματήσουμε την «πολεμική μας δραστηριότητα» και είπε ότι είμαστε αντικείμενα εκμετάλλευσης των ανδρών, ότι το μόνο που μας απασχολούσε ήταν η πολιτική αγνοώντας εντελώς τα προβλήματα της γυναίκας, όπως κάνει η αντιπροσωπεία της Βολιβίας.
Αμέσως ζήτησα το λόγο, για να της απαντήσω. Αλλά δεν μου τον έδωσαν. Έτσι σηκώθηκα και εγώ μόνη μου επάνω και είπα: «Παρακαλώ συγχωρέστε με που μεταβάλλω αυτή τη Συνδιάσκεψη σε λαχαναγορά … Αλλά επειδή αναφέρθηκαν σε μένα, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Με προσκάλεσαν στο συνέδριο, για να μιλήσω για τα δικαιώματα της γυναίκας και, στην πρόσκληση που μου έστειλαν, είχαν επίσης εσωκλείσει ένα έγγραφο, που είχε επικυρωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Το χαρτί αυτό ήταν η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα της γυναίκας να συμμετέχει και να οργανώνεται. Και η Βολιβία έχει υπογράψει τη Χάρτα. Στη χώρα μου, όμως, ισχύει μόνο για τις γυναίκες της αστικής τάξης.» Μια γυναίκα που ήταν πρόεδρος της αντιπροσωπείας του Μεξικού ήρθε κοντά μου και θέλησε να μου δώσει τη δική της ερμηνεία του συνθήματος του Διεθνούς Έτους της Γυναίκας, που ήταν «ισοτιμία, ανάπτυξη και ειρήνη». Μου είπε, λοιπόν, «Ας μιλήσουμε για μας, σινιόρα. Είμαστε γυναίκες. Ξέχασε για μια στιγμή τα βάσανα του λαού σου. Ξέχασε για μια στιγμή τις σφαγές. Μιλήσαμε αρκετά για αυτά τα πράγματα. Ας μιλήσουμε για μας … για σένα και για μένα, για τις γυναίκες.» ‘Εντάξει, της απάντησα, ας μιλήσουμε για μας τις δύο. Αν μου επιτρέπεις θα αρχίσω πρώτη. Σε ξέρω μόνο μια βδομάδα. Κάθε πρωί έρχεσαι με διαφορετικό φόρεμα, ενώ εγώ φοράω πάντα το ίδιο, δεν έχω άλλο. Κάθε μέρα εμφανίζεσαι καλοφτιαγμένη και καλοχτενισμένη, σαν κάποιον που έχει αρκετό χρόνο στη διάθεση του, για να τον αφιερώσει σε κομμωτήριο ή σαλόνι αισθητικής, και που μπορεί να ξοδέψει χρήματα για αυτά... Παρατήρησα, ότι κάθε απόγεμα σε περιμένει στην πόρτα ο σοφέρ σου και κρίνω πως και το σπίτι σου θα είναι άνετο και κομψό σε κάποια αριστοκρατική γειτονιά. Έτσι δεν είναι; Εμείς οι γυναίκες των μεταλλωρύχων ζούμε σε δανεισμένα σπίτια και όταν οι άνδρες μας αρρωστήσουν ή πεθάνουν ή απολυθούν από την Εταιρία, μας δίνουν διορία ενενήντα μέρες, για να βρούμε κάποιο άλλο μέρος να μείνουμε, κι αν δεν μπορέσουμε να βρούμε κάπου να μείνουμε, τότε μένουμε στους πέντε δρόμους. Και σε ρωτώ, η δική σου κατάσταση είναι ίδια με τη δική μου; Μοιάζει πουθενά με τη δική μου; Όταν λοιπόν εμείς οι δύο διαφέρουμε τόσο πολύ, μπορούμε να λέμε, ότι είμαστε ίσες ακόμα και σαν γυναίκες; Δεν μπορούμε. Έτσι δεν είναι;»…»
Και να που η ίδια η ζωή βάζει τα ερωτήματα κι αν την αφουγκρασθούμε σωστά, μπορούμε, αν όχι να πάρουμε τις απαντήσεις, να διαλύσουμε τις φούσκες που κρύβουν την αλήθεια. Γιατί η ίδια η ζωή μας δείχνει πώς πορεύεται: πρώτα απ’ όλα, με βάση τους υλικούς όρους.
Ο Μαρξ υποστήριξε, ότι «ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι, δεν καθορίζεται από την συνείδησή τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι, καθορίζει την συνείδησή τους… Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση, ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γοργότερα ή αργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων παραγωγής».
Απ’ αυτή την άκρη μπορούμε να τραβήξουμε το νήμα που μας οδηγεί στο να κατανοήσουμε την εξέλιξη στις θέσεις της γυναίκας, το πέρασμα από την πρωτόγονη ισοτιμία των δύο φύλων στην ανισοτιμία μεταξύ τους.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς απέδειξαν, ότι η κοινωνική ανισότητα του άνδρα και της γυναίκας είναι ένα ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εμφανίστηκε σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού και, ως τέτοιο, έχει τη λήξη του όταν εκλείψουν οι όροι που το δημιουργούσαν. Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δεν υπήρχαν ούτε τάξεις ούτε φυλετικές διακρίσεις. Ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των φύλων ήταν φυσικός. Η εργασία της γυναίκας στο νοικοκυριό, κοντά στα παιδιά και στους γερόντους αφορούσε την κοινότητα, είχε δηλαδή κοινωνικό χαρακτήρα, όπως και η εργασία του άνδρα (κυνήγι-ψάρεμα κλπ), που γινόταν μακριά από το κοινοτικό νοικοκυριό. Ο φυσικός καταμερισμός ανάμεσα στα φύλα, όπως και ο ηλικιακός, ακόμη και ο πρώτος κοινωνικός καταμερισμός δεν μπορούσε να έχει εκμεταλλευτικό χαρακτήρα, λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας, που δεν άφηνε υπερπροϊόν. Δεν άφηνε περίσσευμα που θα μπορούσε κάποιος να ιδιοποιηθεί και να ζήσει χωρίς ο ίδιος να εργάζεται. Το γένος καθοριζόταν από την πλευρά της μητέρας (μητροπλευρική καταγωγή), λόγω της πολυγαμίας. Είναι η περίοδος της μητριαρχίας, η οποία όμως δεν έδινε πλεονέκτημα στις γυναίκες έναντι των ανδρών.
Σε μια πορεία με τη δημιουργία πλεονάσματος, υπερπροϊόντος που συντελέστηκε στον τομέα εργασίας του άνδρα, κυρίως στην κτηνοτροφία και στην χειροτεχνία, διαμορφώθηκε ιστορικά η δυνατότητα σφετερισμού του υπερπροϊόντος, επομένως και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η εργασία της γυναίκας έχασε τον κοινωνικό χαρακτήρα της, γιατί το κοινοτικό νοικοκυριό έχασε τον κοινωνικό παραγωγικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε σε ατομικό νοικοκυριό του ιδιοκτήτη. Η οικογένεια εξελίχθηκε σε μονογαμική για τη γυναίκα, γιατί ο άνδρας ιδιοκτήτης έπρεπε να είναι σίγουρος για τους κληρονόμους της περιουσίας του.
Για το ιστορικό αυτό γεγονός, ο Ένγκελς υποστήριξε, ότι «το γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα». Τότε εμφανίστηκε το πατριαρχικό δίκαιο, για το πέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα γνήσια παιδιά. Η ανισότητα στο οικογενειακό δίκαιο αντανακλά αυτό που συμβαίνει στο πεδίο της οικονομίας.
Το νέο που δημιούργησε ο καπιταλισμός στη θέση της γυναίκας είναι ότι έδωσε τη δυνατότητα επιστροφής στη κοινωνική παραγωγή, ως μισθωτής εργατικής δύναμης.
Το ολοκληρωμένο μπάσιμο της γυναίκας στην παραγωγή, κάθε φορά που ο καπιταλισμός είχε ανάγκη από άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη, της επέτρεπε να κερδίσει πρώτα την οικονομική της ανεξαρτησία -βασική προϋπόθεση- και δεύτερον, να αρχίσει να αντιλαμβάνεται πόσο αδιάρρηκτη είναι η συνάρτηση μεταξύ της κοινωνικής και ανθρώπινης θέσης της γυναίκας και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Σε όλη την πορεία ανάπτυξης και εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος επήλθαν αλλαγές, αναπροσαρμογές, στη βάση της ταξικής πάλης και του ανάλογου συσχετισμού δυνάμεων, που αφορούσαν στο πώς η αστική πολιτική αναδεικνύει το γυναικείο ζήτημα. Γενικά, οι αστικές ιδέες «εκσυγχρονίζονται» ανάλογα με το πώς βλέπουν τη χρησιμοποίηση της γυναικείας εργατικής δύναμης.
Εδώ πρέπει να τονιστεί και τούτο: παρόλο που η γυναικεία ανισοτιμία αφορά στο σύνολο των γυναικών της κοινωνίας, όμως δεν είχε και δεν έχει, ως σήμερα, τις ίδιες επιπτώσεις στη ζωή ολόκληρου του γυναικείου φύλου.
Οι γυναίκες της κυρίαρχης τάξης σε όλα τα προηγούμενα εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα απολάμβαναν τα πλεονεκτήματα που έδινε η ιδιοκτησία, η πολιτική εξουσία και έτσι είχαν υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Και σήμερα, οι γυναίκες της αστικής τάξης έχουν την οικονομική δυνατότητα και τα μέσα για τη μόρφωση, την φροντίδα των παιδιών και της οικογένειας, έχουν ελεύθερο χρόνο και αν και όταν διεκδικούν καλύτερη μεταχείριση, επί της ουσίας και σε πραγματικό μέγεθος, δεν μπορούν να υποστηρίξουν ουσιαστικά αιτήματα για την ισοτιμία της γυναίκας σε σχέση με εργασιακές σχέσεις, τη μητρότητα, την εκπαίδευση, την υγεία για όλες τις γυναίκες, την φροντίδα των ηλικιωμένων, της οικογένειας. Περιορίζονται σε ανώδυνα αιτήματα ποσοστιαίας κατοχύρωσης, συμμετοχής στα κόμματά τους, σε κυβερνητικά ή άλλα όργανα, σε προβλήματα αναχρονιστικών καταλοίπων στις σχέσεις των δύο φύλων, στη βία του άνδρα προς τη γυναίκα, στη σεξουαλική παρενόχληση κλπ. Όχι ότι αυτά δεν είναι προβλήματα. Αλλά έχουμε την άποψη ότι τόσο θα βρίσκουν το δρόμο για την επίλυσή τους, όσο η γυναίκα θα αναλαμβάνει την ευθύνη της στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Και επειδή έχουμε την άποψη ότι οι υλικοί όροι είναι που αποτυπώνουν την πραγματικότητα και ενέχουν και τις λύσεις ας θυμηθούμε:
Ο πρώτος μισθός μιας γυναίκας στις αρχές του 20ου αιώνα δεν ξεπερνούσε τις 2 δραχμές εβδομαδιαίως, οι εργάτριες του Ρετσίνα και του Περή στον Πειραιά αμείβονταν για 16ωρη εργασία με 0,50 λεπτά ημερησίως και σε πολλές περιπτώσεις γεννούσαν μέσα στο εργοστάσιο, αφού όχι μόνο δεν δικαιούνταν άδεια τοκετού, αλλά επέστρεφαν στην δουλειά την επόμενη της γέννας. Στα μοδιστράδικα, με μέσο όρο 0,70 λεπτά την ημέρα, οι γυναίκες εργάζονταν πάνω από 16 ώρες, οι υπηρέτριες ανέχονταν για μισθούς πείνας την άγρια και ανήθικη συμπεριφορά των αφεντικών τους και οι μισθοί τους συνήθως καταβάλλονταν μετά από μήνες.
Σήμερα, η μερική απασχόληση, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας προσαρμοσμένες στις εβδομαδιαίες και μηνιάτικες ανάγκες των εργοδοτών είναι ο κανόνας. Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις προβλήθηκαν σαν «ίσες ευκαιρίες», για τη μείωση της μεγαλύτερης ανεργίας των γυναικών, αλλά ουσιαστικά είχαν στόχο όλη την εργατική τάξη. Η ανεργία στις γυναίκες είναι υπερδιπλάσια των ανδρών. Και επειδή ο καθείς που θέλει να βάλει το λιθαράκι του, για να στρωθεί ο δρόμος για μια ανθρώπινη ελεύθερη κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς, πρέπει να έχει το κουράγιο να πει την αλήθεια, όταν παντού την αποσιωπούν και την καταπνίγουν.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε χρονική στιγμή που οι κατατρεγμένοι σήκωσαν το ανάστημά τους και γκρέμισαν ό,τι τους στερούσε τη ζωή τους, με μπροστάρη και οδηγό το κομμουνιστικό κίνημα και άρχισαν να οικοδομούν τη νέα κοινωνία. Το αν αυτή δεν έφτασε σε ολοκληρωτική νίκη, δεν είναι ένα νομοτελειακό ζήτημα, αλλά είναι ένα πρόβλημα συσχετισμών, αντιθέσεων και υλικών όρων. Αυτό όμως είναι άλλη συζήτηση.
Η Οκτωβριανή επανάσταση αναποδογύρισε τον παλιό κόσμο που η καπιταλιστική παραγωγή είχε στήσει με το κεφάλι κάτω. Το ζήτημα της γυναικείας ισοτιμίας μπήκε σε άλλη βάση. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι δεν άφησαν κανέναν νόμο που επέβαλε στη γυναίκα την υποταγή.
Κατοχυρώνεται συνταγματικά το δικαίωμα της γυναίκας για ίδια δικαιώματα με τον άνδρα στην δουλειά, στον μισθό, την ανάπαυση, τις κοινωνικές ασφαλίσεις, τη μόρφωση. Στην Ελλάδα η κατοχύρωση της ίσης αμοιβής διακηρύχτηκε το 1981.
Στις παραμονές του πολέμου υπήρχαν στη Σ. Ένωση 141000 γυναίκες μηχανικοί και τεχνικοί. Το 43% του ειδικευμένου προσωπικού στις επιστήμες, στην τεχνική, στις καλές τέχνες ήταν γυναίκες. Στις εκλογές του 1946, 277 γυναίκες εκλέχτηκαν στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ και 1738 στα ανώτερα Σοβιέτ, πάνω από 480000 εκλέχτηκαν στα τοπικά Σοβιέτ. Και αυτά πραγματοποιήθηκαν σε τριάντα χρόνια, μέσα σε μια χώρα που, πριν την επανάσταση, οι περισσότερες γυναίκες ήταν αναλφάβητες.
Ο Λένιν αναδείκνυε ως καθοριστικής σημασίας, για την ισοτιμία της γυναίκας, δύο βασικούς παράγοντες, τη συμμετοχή της στην παραγωγική διαδικασία και την απόσπασή της από τη σκλαβιά του νοικοκυριού. Υποστήριζε, ότι «η γυναίκα εξακολουθεί να παραμένει σκλάβα του σπιτιού, γιατί η μικρή οικιακή οικονομία την καταπιέζει, την πνίγει, τη ζαλίζει, την ταπεινώνει, περιορίζοντάς την στην κουζίνα ή δίπλα στην κούνια του παιδιού, υποχρεώνοντάς την να δαπανά όλη την ενεργητικότητά της σε δουλειές μη παραγωγικές, εκνευριστικές, που την αποχτηνώνουν και την εξευτελίζουν».
Ένα ήταν το σύνθημα, ανάπτυξη της βιομηχανίας των οικιακών συσκευών, σπίτια με σύγχρονα μέσα, μαιευτικές κλινικές, αναπαυτήρια, καντίνες, ιατρεία, πλυντήρια, βρεφονηπιακοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί, παιδικοί κήποι, σχολεία κ.λ.π. Κάθε βήμα του σοσιαλισμού έφερνε την απελευθέρωση της γυναίκας.
Τι πρέπει να κάνουμε σήμερα; Αυτό που πρέπει να κάνουμε παντού και πάντα. Να αναγνωρίσουμε την κατάσταση. Να την καταλάβουμε. Να θελήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, για να κερδίσουμε τη ζωή μας. Να μη φοβηθούμε την ευθύνη.
Βιβλιογραφία
Κ. Μάρξ Κριτική της πολιτικής οικονομίας,
Κλάρα Τσέτκιν Ο Λένιν για τη γυναίκα,
Ζαν Φλεβίν Η γυναίκα και ο κομμουνισμός,
Η Ντομιτίλα Μπάριος Ντε Σουνκάρα μιλάει στη Μοέμα Βίζερ,
Ανουράντα Γκάντι Φιλοσοφικά Ρεύματα στο Φεμινιστικό Κίνημα
Μ.Λ.