Ανοιχτά εκφράστηκε από την κυβέρνηση η πρόθεση του συστήματος να «τελειώνει» μια και καλή με τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων. Η πρόταση του Υπουργείου Εργασίας για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου που αφορά το συνδικαλισμό, αποτελεί μια προσπάθεια ουσιαστικής απαγόρευσης των απεργιών. Κίνηση που αποτελεί συνέχεια της πολιτικής «μη ανοχής», που η κυβέρνηση έχει ακολουθήσει το τελευταίο διάστημα απέναντι στις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων. Οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με τη ράβδο της καταστολής, την ίδια στιγμή που οι απεργίες κηρύσσονταν παράνομες και οι απεργοί επιτάσσονταν, όπως έγινε με τους εργαζόμενους στα ΜΜΜ και τους ναυτεργάτες.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης δείχνει, ότι τα όρια ανοχής του συστήματος στενεύουν απέναντι στους εργατικούς αγώνες, ακόμα και απέναντι στους ξεπουλημένους εργατοπατέρες. Το σημερινό συνδικαλιστικό οικοδόμημα στήθηκε τη δεκαετία του ’80 μέσα από το νόμο 1264/82 και είναι, όπως έχει αποδειχθεί και στις τελευταίες κλαδικές απεργίες, ιδιαίτερα ευαίσθητο στην αστική νομιμότητα. Και μόνο το γεγονός, ότι βασίζεται και επικαλείται τη νομική κατοχύρωση του αστικού κράτους και όχι την πραγματική συμμετοχή των εργαζόμενων, τους οποίους αντιμετωπίζει, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ακροατήριο στη διαπραγμάτευση. Αλλά και σε επίπεδο αιτημάτων και μορφών πάλης, φρόντιζε πάντα να βασίζει τις διεκδικήσεις του πιο πολύ στο «νόμο», παρά στο «δίκιο του εργάτη».
Από τη μια, λοιπόν, η πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης στο ζήτημα των απεργιών «πάτησε» επάνω στα χαρακτηριστικά αυτού του συνδικαλισμού, από την άλλη, όμως, φάνηκε να δοκιμάζει τα όρια του. Γιατί δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το σύστημα, ότι θα υποκύψουν οι εργαζόμενοι στην ποινικοποίηση του αγώνα και στην απειλή της καταστολής. Και η αδυναμία αυτού του συνδικαλισμού, να απαντήσει σε αυτή την σκλήρυνση από τη μεριά του συστήματος, μπορεί να «σπρώξει» με τη σειρά της τους εργαζόμενους στην παραπέρα αμφισβήτησή του και στην αναζήτηση όρων απάντησης στην επίθεση έξω από τα όρια του.
Η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης, με τη στροφή 180 μοιρών του Υπουργείου Εργασίας, και ο διαχωρισμός της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ, δεν έχουν να κάνουν μόνο με μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού προς τον εργαζόμενο κόσμο, που έδειξε να οργίζεται με αυτή την εξέλιξη. Υπάρχει σαφώς και μια τέτοια πλευρά και η πίεση από τα κάτω, ακόμα και προς το συνδικαλιστικό της ΝΔ, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την υπαναχώρηση. Την ίδια στιγμή πρόκειται για απονενοημένη προσπάθεια αυτοσυντήρησης του ΠΑΣΟΚ, που στηρίζεται, όσο μπορεί ακόμα, στο συνδικαλιστικό του σκέλος. Αντίστοιχα για τη ΔΗΜΑΡ, που κοντεύει να βρεθεί με λιγότερους οπαδούς από ό,τι μέλη. Αλλά πολύ περισσότερο υπάρχει το πολιτικό πρόβλημα του συστήματος και η έκφραση του στο συνδικαλιστικό πεδίο. Όπως χαρακτηριστικά είπε η εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά: «…Είναι γνωστή η διαφωνία μας με ακραίες λογικές και πρακτικές που εκφράζονται από ορισμένους στα συνδικάτα. Υπάρχουν όμως η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ και πολλές άλλες φωνές του υπεύθυνου διαλόγου και διεκδίκησης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Και σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε. Η Κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε ένα νηφάλιο και ειλικρινή διάλογο με τα συνδικάτα… … ζητώντας συνέργεια και στήριξη στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση…» Και στο βαθμό που δεν υπάρχει η άλλη συνδικαλιστική δομή και σχέση που να «αντιστοιχεί», από τη μια, στα σημερινά δεδομένα της κρίσης του καπιταλισμού και να συγκρατεί αποτελεσματικά την οργή των εργαζόμενων, από την άλλη, πολιτικές κινήσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην παραπέρα αποσάθρωση αυτού του συνδικαλισμού, που ως τώρα εξυπηρετούσε το σύστημα, μπορεί να παράξει περισσότερα προβλήματα από όσα θα του λύσει. Ιδίως, όταν δεν είναι λίγοι οι παράγοντες του συστήματος που εκτιμούν κοινωνικές εκρήξεις. Όσο για τις διαθέσεις των εργαζόμενων, έχουν φανεί σε όλους τους αγώνες του τελευταίου διαστήματος.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη για τις προθέσεις του συστήματος. Θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να καταργούσαν εντελώς το δικαίωμα στην απεργία, στο συνδικαλισμό, όπως και κάθε είδους διεκδίκηση από τη μεριά των εργαζόμενων. Και με αυτή την έννοια, η συζήτηση έχει μόλις ανοίξει και το σύστημα θα επανέλθει σε αυτό. Από εκεί και πέρα, το με ποιο τρόπο, ποια ένταση και τι αποτελέσματα, αυτό μένει να ειδωθεί. Αλλά για να μπορέσουν να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην απεργία και τον αγώνα οι εργαζόμενοι, πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα αναπροσαρμόζεται σε συνεχώς αντιδραστικότερη κατεύθυνση.
Υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, το δικαίωμα στην απεργία, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, τη συλλογική λειτουργία και πάλη των εργαζομένων για τα δικαιώματα τους, απέναντι και ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, το νομοθετικό και κατασταλτικό της οπλοστάσιο.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης δείχνει, ότι τα όρια ανοχής του συστήματος στενεύουν απέναντι στους εργατικούς αγώνες, ακόμα και απέναντι στους ξεπουλημένους εργατοπατέρες. Το σημερινό συνδικαλιστικό οικοδόμημα στήθηκε τη δεκαετία του ’80 μέσα από το νόμο 1264/82 και είναι, όπως έχει αποδειχθεί και στις τελευταίες κλαδικές απεργίες, ιδιαίτερα ευαίσθητο στην αστική νομιμότητα. Και μόνο το γεγονός, ότι βασίζεται και επικαλείται τη νομική κατοχύρωση του αστικού κράτους και όχι την πραγματική συμμετοχή των εργαζόμενων, τους οποίους αντιμετωπίζει, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ακροατήριο στη διαπραγμάτευση. Αλλά και σε επίπεδο αιτημάτων και μορφών πάλης, φρόντιζε πάντα να βασίζει τις διεκδικήσεις του πιο πολύ στο «νόμο», παρά στο «δίκιο του εργάτη».
Από τη μια, λοιπόν, η πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης στο ζήτημα των απεργιών «πάτησε» επάνω στα χαρακτηριστικά αυτού του συνδικαλισμού, από την άλλη, όμως, φάνηκε να δοκιμάζει τα όρια του. Γιατί δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το σύστημα, ότι θα υποκύψουν οι εργαζόμενοι στην ποινικοποίηση του αγώνα και στην απειλή της καταστολής. Και η αδυναμία αυτού του συνδικαλισμού, να απαντήσει σε αυτή την σκλήρυνση από τη μεριά του συστήματος, μπορεί να «σπρώξει» με τη σειρά της τους εργαζόμενους στην παραπέρα αμφισβήτησή του και στην αναζήτηση όρων απάντησης στην επίθεση έξω από τα όρια του.
Η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης, με τη στροφή 180 μοιρών του Υπουργείου Εργασίας, και ο διαχωρισμός της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ, δεν έχουν να κάνουν μόνο με μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού προς τον εργαζόμενο κόσμο, που έδειξε να οργίζεται με αυτή την εξέλιξη. Υπάρχει σαφώς και μια τέτοια πλευρά και η πίεση από τα κάτω, ακόμα και προς το συνδικαλιστικό της ΝΔ, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την υπαναχώρηση. Την ίδια στιγμή πρόκειται για απονενοημένη προσπάθεια αυτοσυντήρησης του ΠΑΣΟΚ, που στηρίζεται, όσο μπορεί ακόμα, στο συνδικαλιστικό του σκέλος. Αντίστοιχα για τη ΔΗΜΑΡ, που κοντεύει να βρεθεί με λιγότερους οπαδούς από ό,τι μέλη. Αλλά πολύ περισσότερο υπάρχει το πολιτικό πρόβλημα του συστήματος και η έκφραση του στο συνδικαλιστικό πεδίο. Όπως χαρακτηριστικά είπε η εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά: «…Είναι γνωστή η διαφωνία μας με ακραίες λογικές και πρακτικές που εκφράζονται από ορισμένους στα συνδικάτα. Υπάρχουν όμως η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ και πολλές άλλες φωνές του υπεύθυνου διαλόγου και διεκδίκησης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Και σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε. Η Κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε ένα νηφάλιο και ειλικρινή διάλογο με τα συνδικάτα… … ζητώντας συνέργεια και στήριξη στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση…» Και στο βαθμό που δεν υπάρχει η άλλη συνδικαλιστική δομή και σχέση που να «αντιστοιχεί», από τη μια, στα σημερινά δεδομένα της κρίσης του καπιταλισμού και να συγκρατεί αποτελεσματικά την οργή των εργαζόμενων, από την άλλη, πολιτικές κινήσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην παραπέρα αποσάθρωση αυτού του συνδικαλισμού, που ως τώρα εξυπηρετούσε το σύστημα, μπορεί να παράξει περισσότερα προβλήματα από όσα θα του λύσει. Ιδίως, όταν δεν είναι λίγοι οι παράγοντες του συστήματος που εκτιμούν κοινωνικές εκρήξεις. Όσο για τις διαθέσεις των εργαζόμενων, έχουν φανεί σε όλους τους αγώνες του τελευταίου διαστήματος.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη για τις προθέσεις του συστήματος. Θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να καταργούσαν εντελώς το δικαίωμα στην απεργία, στο συνδικαλισμό, όπως και κάθε είδους διεκδίκηση από τη μεριά των εργαζόμενων. Και με αυτή την έννοια, η συζήτηση έχει μόλις ανοίξει και το σύστημα θα επανέλθει σε αυτό. Από εκεί και πέρα, το με ποιο τρόπο, ποια ένταση και τι αποτελέσματα, αυτό μένει να ειδωθεί. Αλλά για να μπορέσουν να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην απεργία και τον αγώνα οι εργαζόμενοι, πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα αναπροσαρμόζεται σε συνεχώς αντιδραστικότερη κατεύθυνση.
Υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, το δικαίωμα στην απεργία, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, τη συλλογική λειτουργία και πάλη των εργαζομένων για τα δικαιώματα τους, απέναντι και ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, το νομοθετικό και κατασταλτικό της οπλοστάσιο.